Το χνέψιμο
συναισθηματική κατάσταση κατα την οποία αισθάνεσαι ταραγμένος-η/ενοχλημένος-η
Ρήμα:χνέφω/χνέφομαι Μετοχή:χνεμένος -η Ουσιαστικό:το χνέψιμο
Ειδα μια κατσαρίδα στο δωμάτιο μου,χνέφτικα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ
- Τι έχεις? -Τίποτα,απλά είμαι λίγο χνεμένος σημερα