Απίστευτο, «είναι απίστευτο».
- Καλά, πώς έγινε αυτό;
- Απιστεύταμπολ!!
Απίστευτο, «είναι απίστευτο».
- Καλά, πώς έγινε αυτό;
- Απιστεύταμπολ!!
Είναι συνδυασμός της ελληνικής λέξης απίστευτο και της αγγλικής unbelievable.
Got a better definition? Add it!