Κωλυσιεργώ + αργώ. Χρησιμοποιείται αστεία ως παράφραση του κωλυσιεργώ. Παρεμβάλλω σκόπιμα εμπόδια για προσωπικό
όφελος και ταυτόχρονα καθυστερώ τη διεξαγωγή εργασιών ή διαδικασιών.

- Γιάννη μην κωλυσιαργείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified