Στα καλιαρντά: ομιλώ. Μετεξέλιξη του ρήματος αποτελεί ο τύπος μπουάβω (στην ντούρα λιάρντα, την πιο πρόσφατη [σχετικά] μορφή των καλιαρντών).

Επίσης:

μπενάβω ανθυγιεινά: κουτσομπολεύω, κακολογώ
μπενάβω καπνολεκέδες: κουτσομπολεύω, λέω βρωμιές
μπενάβω κουσέλες: βρίζω, κακολογώ
μπενάβω κους-κους: τηλεφωνώ
γουλφομπενάβω: γαβγίζω
μπέναμα, το: η ομιλία

  1. Κουλά μπενάβει η τζασλή! (= Βλακείες λέει η τρελή!)

  2. Νάκα μπενάβεις κι άβελε αποκατέ! (Μην μιλάς κι έλα εδώ!)

Από το 1.07. "Άρπα Κόλλα" του Νίκου Περάκη (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified