Η απίστευτη βρώμα από ιδρωμένα, ακούρευτα (απεριποίητα), άπλυτα αρχίδια και ιδρωμένο κώλο μετά από πολύωρη ταλαιπωρία (τρέξιμο, shopping, περπάτημα στη ζέστη, συνωστισμός κλπ...). Γίνεται ακόμη πιο ανυπόφορη για σένα και τους γύρω σου, όταν προσπαθήσεις να στεγνώσεις με το πιστολάκι (τον αέρα, στο ζεστό!).

- Γυρίσαμε απ' την αγορά Καλλιόπη μου πτώματα... Τι ήταν να βγάλει τα ρούχα του ο άχρηστος! Με πήρε η ουρδεσάνς και λιποθύμησα...

Βλέπε και ούρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified