Βλέπω (στα καλιαρντά). Συνώνυμα είναι τα κουέλω και κέλω.

Επίσης:

δικελτό, το = μάτι
δικελτού, η = ματιά
ντικ! = χρησιμοποιείται ως προστακτική του δικέλω (= κοίτα!)

- ... και μου αβέλει μια κουραβέλτα... Δίκελα το Γκοντότεκνο σολντό!
(= ...και μου έριξε ένα γαμήσι... Είδα τον Χριστό φαντάρο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified