μαμώ redirects here.

Σημαίνει γαμάω-ώ. Το λέμε όταν είναι κοντά παιδάκια, να μην ακούνε και μαθαίνουν.

Δεν παλεύεται η δουλειά Τάκη, μάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified