Αυτός που «πιάνει», δηλαδή αυτός που έχει πέραση, έχει εμπορική απήχηση, είναι trendy κτλ. Τα σκουπίδια της μαζικής κουλτούρας έχουν δώσει σε αυτόν τον χαρακτηρισμό μια αρνητική χροιά, όμως οτιδήποτε πιασάρικο δεν είναι απαραιτήτως και κακό ποιοτικά.

  1. - Ώχου μωρέ, Γιουροβίζιον και παπαριές μανίτσα μου! Έχω βαρεθεί με όλα αυτά τα ξέκωλα και τα πιασάρικα τραγουδάκια τους!
    - «Θέλω ζόρικα ντουέτα, Τζίμι Χέντριξ Βαμβακάρης, κι όχι αδελφές Κατσάμπα, να περνάει η ζωή μας τζάμπα»! Καλά τα έλεγε ο Πανούσης...

  2. - Καλά, έγραψα ένα κομματάκι γαμάτο! Progressive, αλλά με κάτι σημεία πολύ πιασάρικα!

  3. - Πολύ πιασάρικα τα σκίτσα σου Άγγελε!
    - ... (αμηχανία, γιατί δεν ξέρει αν αυτό είναι καλό ή κακό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified