Δεν ήταν αρκούντως χλευαστικός ο ορισμός;
Το υπόλοιπο δεν τό 'πιασα, αν θες το κάνεις δίφραγκα.
Στω για το ασήμωμα. Θα συμφωνήσω με το «συντηρητικούλικος».
Φτού! Κι έκανα και «Ουγκ»! Πρέπει τότε να ψάξουμε να βρούμε κι άλλα. Π.χ.:
- Τί κάνετε;
- Θραύση.
- Τα πάντα.
- Πως δεν καταλαβαίνω.
- Τον μαλάκα.
κ.α.
Το πιάσαμε το υπονοούμενο. Κάποιος πρέπει να φύγει από το πάρτι.
Στον γιατρό τύπου ΙΙ, ταιριάζει γάντι το παρακάτω:
Για τον γιατρό που πέθανε
ολίγοι στην κηδεία του.
Την έστειλε για υποδοχή
μπροστά την πελατεία του.
Διόρθωση: εχρειαζόμην. Ουφ αυτή η Μαλλιαρή!
Στω και το χρειαζόμουνα, γιατί μετά από ένα διήμερο βουτιών, έκανα βουτιά και στη βαθμολογία.
@Δεσολέ: Έχεις προλάβει να διαβάσεις αρκετά λήμματα;
Μα, αυτό δεν είναι το ζητούμενο;
@ Κhan: Λες να το θυμηθεί ο αυτόπανος, με τη μνήμη χρυσόψαρου; Χε χε.
Σε δεύτερο χρόνο, μπορούμε -αν θέλουμε- να δικαιολογηθούμε επικαλούμενοι το ακαφελόγιστο.
Να μη συγχέεται με το τζιβαέρι (τουρκ. cehavir) που σημαίνει πολύτιμο πετράδι / θησαυρός.
Kαλό! Ακούγεται και στο παρακάτω άσμα:
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Πρώτη εκτέλεση: Μάρθα Καραγιάννη
Ο άνδρας που θα παντρευτώ
θα είναι από σόι
σκληρό κολάρο θα φορεί
μ΄ολόχρυσο ρολόι
Θα είναι όμορφος πολύ
θα βάζει και κολώνια
και θα μ΄αφήνει να γυρνώ
κι εγώ με παντελόνια
- Για κοιτάτε ποια περνάει
το νησί δεν συχωρνάει
τώρα αναβει και τσιγάρο
Παναγιά μου θα κρεπάρω
Συνώνυμο και το «ταρατατζούμ, ταρατατζούμ!»
Το έχει δοκιμάσει κανείς; Λειτουργεί;
Φυσικά, η ασίστ είναι από Vrasta (βλ. σχολ. ζαγένεια).
Πρβλ. ταπηροκρανίαση.
Τέλεια!
Μου θυμίζεις τον Μάρλον Μπράντο που πριν αναλάβει ένα ρόλο, συναναστρεφόταν με παρεμφερείς ορίτζιναλ χαρακτήρες. Αυτό θα πει να γίνεται κανείς θυσία στο βωμό της τέχνης (και των γραμμάτων-σλανγκολημμάτων)!
@ Τζόνι: Καυλώστονα! Πούτσουνα τόσες μέρες;
Καυλό. Η Τανάκα πόθεν προέκυψε;
- Σε θέλει ο Ανδρέας
- Ποιός Ανδρέας;
- Αυτός που σου γέμισε τον κώλο κρέας
Περιέργως, δεν έχει εισέτι καταχωρηθεί το λήμμα «τον ακουμπώ».
Με άρεσε το λήμμα.
Οι αρχαίοι Ελ χρησιμοποιούσαν την ουροδόχο κύστη χοίρου για καπότα.