Εξ άλλου, η γλώσσα ούτε κουράζεται, ούτε πέφτει!
Όπα δονμήτσο μου, φάουλ! Αστεία-αστεία, αλλα μή διαδίδουμε αναλήθειες, υπάρχουνε κι' άγουρα κοριτσάκια που τους είπαν η μαμά τους θα τα κλέψει ο πρίγκιπας στο άσπρο άλογο, ο πρίγκιψ με την ακούραστη γλώσσα, που όλα τ' αλέθει, όλα τα καρτερεί, απλήγιαστη μένει, άγχη διαλάει, έτη και έτη απο κόμπλεξ, χριστιανίλα, ντιβιλίκι και ντροπές κι' αγαμησιά κατανοεί, εις τον αιώνα τον άπαντα -«κι' άς μή χύσει τελικά»!...
Δέ 'ναι σωστά αυτά τα πράματα, με εννοείς. Σά να πείς στη γκόμενα: «εξάλλου, το στόμα ούτε ξεραίνεται, ούτε στενεύει»· μπορεί να το πείς γι' αστείο, αλλα δέν ξέρω αν θα γελάσει. Κι' άμα το πείς σοβαρά, σχολιαρόπαιδο θά 'σαι ή στόκος που νομίζ' η γή ειναι επιπεδη.
Και εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαια όλα θέμα εξάσκησης, και πράγματι η γλώσσα αποδεικνύεται ανθεκτικότερη σε συγκεκριμένου τύπου εργασίες και χαρές, αλλ' αυτό ειν' το θέμα, δέν αρκεί το μεράκι. (Άλλη κουβέντα, για άλλου τύπου σάιτ.)
Γειά σου ρε κύριε Ζάκκης.
Να πούμε οτι το χαλαρό ποτό σημαίνει πολλές φορές «σε χαλαρό μέρος», επιθυμία που κάποιες φορές έχουμε κι' ας μήν είμαστε και τόσο χαλαροί οι ίδιοι.
Στο τρίτο παράδειγμα πάντως, το ξεκουρβουλώνω με πάει στο ξεχαρβαλώνω.
Και πάνω λεγότανε στα χρόνια μου πολύ. Και λέγεται ακόμα υποθέτω.
Και όχι μόνο στο μπάσκετ ή στη μπάλα, αλλα σε κάθε παιχνίδι που μένει ο άλλος άποντος, ανάλογα τί σημαίνει αυτό στο εκάστοτε παιχνίδι (να μή σταυρώσει μπάλα στο μπιλιάρδο πιχί).
Ε ναί ρε, «φίλος», είχαμε δεθεί μ' αυτά και με κείνα, τί θες τώρα;
Κατσουνούι μού 'χε πεί φίλος κύπριος την περισπωμένη, θυμάμαι.
Αυτά εγώ τα ξέρω καλικαντζούρες εντωμεταξύ, και παίζουνε πολύ και στο ίντερνετ (και όχι μόνο ως λέξη...). Νά μια πρόσφατη επίσημη εμφάνιση:
Ο Μέλερ άρχισε να ξεφυλλίζει μιά μεγάλη ατζέντα, έγραψε κανα δυό καλικαντζούρες σ' ένα χαρτί και το έδωσε στον Γέλμ.
Άρνε Ντάλ, «Μίσος και αίμα», Μεταίχμιο 2012, μετάφραση Γρ. Κονδύλη
Υπάρχει και αυτό το βιβλίο που μιλάει για τη φράση, αλλα δέν το έχω -άν κανένας χριστιανός, ας μας πεί.
Τα καλικαντζούρια ως τύπος είναι ουσιαστικά ήδη παπαδιαμαντικός, με τη σημασία όμως «καλικάντζαροι».
Ἡ Πλανταροὺ ἤρχισε τότε νὰ μέμφεται πικρῶς τὸν υἱόν της διὰ τὴν τόλμην καὶ τὴν ἀποκοτιά του. Τί ἤθελε, τί γύρευε, τέτοιες μέρες, νὰ κάμῃ ταξίδι; Δὲν ἄκουε, ὁ βαρυκέφαλος, τὴ μάννα του, τί τοῦ ἔλεγε. Ἀκόμη τὰ Φῶτα δὲν εἶχαν ἔλθει. Ὁ Σταυρὸς δὲν εἶχε πέσει στὸ γιαλό. Τὸν ἀβάσταχτο εἶχε; Δὲν ἐκαρτεροῦσε ὁ ἀπόκοτος δύο τρεῖς ἡμέρες, νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά, ν᾽ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, νὰ φύγουν τὰ σκαλικαντζούρια; Καλὰ νὰ πάθῃ, γιατὶ δὲν τὴν ἄκουσε.
Αλ. Παπαδιαμάντης, «Φώτα - ολόφωτα», 1894, απο δώ
(Δεινέ, το νού σου! ξύπνησα...)
Επίσης, φαίνεται να χρησιμοποιείται πέραν του στίβου, με τη σημασία πάλι «κακός ερασιτέχνης» ας πούμε, «άτεχνος», «άμπαλος»:
μωρή κολάντζα, θες μαγιάτικο με demka 6.25?? διότι για μένα είσαι κολάντζας που το ψάρι δεν πέταξε τη βέργα στα πρώτα τινάγματα. άλλη φορά για μαγιάτικα με χοντρή βέργα και μεγάλα φτεράκια. κολάντζα.
(σόρι για τ' απανωτά)
Δέν το είχα ξανακούσει και το έψαξα στα πεταχτά. Βρίσκω την εξής αναφορά ονλάιν, που δίνει και ορισμό:
όπως λέγεται στον στίβο, «κολάντζες», δηλαδή αθλητές που απλώς συμπληρώνουν τον απαιτούμενο αριθμό συμμετοχών, με βέβαιη την κατάταξή τους στους ουραγούς
Αλλα ρε γαμώτ', απ' το εργαστήρι του μπουζουκοποιού στο μαραθώνιο;... τί παίζει;
Συμφωνώ, σίγουρα υπάρχει τουλάχιστον επίδραση απ' το πουλί. Το λέει και ο Σαραντάκος εκειπέρα ήδη πλάκα-πλάκα, τώρα που το ξαναβλέπω.
Η αλήθεια είναι οτι δέν ξέρουμε (εγώ τουλάχιστον) για το τί ειπώθηκε πρώτα, και ποιά κουβέντα επέδρασε σε ποιά. Έχω την εντύπωση οτι το πουλεύω είναι καινούργιος σχηματισμός (μ' αυτήν τη σημασία αν μή τι άλλο), αλλα θέλει ψάξιμο.
Παλιά ναί, αλλα την ακούω αρκετά συχνά, συνήθως με τον καφέ ν' αντικαθίσταται απ' αυτό που αργεί:
Μα τι κάνει κι αυτός ο Λάσκος; Κόκαλα έχει εκείνο το γαμημένο το άρθρο για την αναγκαιότητα του κομμουνισμού σήμερα;
Κόκαλα έχει αυτή η επανάσταση; Από δω την ψήνουμε, από κει τη μαγειρεύουμε, ωμή παραμένει. Και να, τώρα θα παραιτηθούν, και να, τώρα θα φύγουν με τα ελικόπτερα, και να, τώρα θα μπούμε στα ανάκτορα και θα τους χώσουμε το παντεσπάνι στον πρωκτό, και να, τώρα θα τους ρίξουμε δυο μούντζες φωνάζοντάς τους κλέφτες και θα τους κλάσουμε μια μάντρα όρχεις. Όρχεις. [...] Τίποτα δε θα κάνουμε. Αφού δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, δεν έχουμε και πολλές ελπίδες.
από δώ
Άσχετο: πολύ μου άρεσε το λεγκάτο στο «παλαίουρικα».
Α έλα ρε, άλλο τραγούδι το ένα άλλο το άλλο... Όκ κέικ.
η μακαρονάδα είναι το εύκολο χορταστικό φαΐ, το οποίο μπορείς να το κάνεις εντελώς σκατά μόνο κάποιες ώρες μετά την κατανάλωσή του.
Ψέμα! Μιλάω απο πείρα...
Ναι-ναί, σωστός. Εγώ πλάκα-πλάκα το ήξερα με Γεντί Κουλέ αντί για Ωρωπό, τί παίζει;
Εσύ να προσέχεις, γιατι άμα εγώ πιώ καφέ, αρχίζω και κάνω φοβερά ταπώματα εγώ, και θα σε νικήσω!...
Πολύ καλό! Δέν τό 'χω ακούσει.
Ενδιαφέρον οτι υπάρχουν προηγούμενα του ίδιου τύπου, να δηλώνεις επανάληψη και ρουτίνα με βάση το διαιτολόγιο, πιχί:
κατά τα άλλα μια από τα ίδια! Τρίτη-Πέμπτη μακαρόνια που λέμε…
(που παρεμπιπτόντως έχω ακούσει διαζώσης κάποιες φορές μ' αυτήν τη σημασία, άν και μάλλον λέγεται συχνότερα σε συμφραζόμενα φυλακής).
Διαβάζω την πρώτη πρόταση: «Γραφικός χαρακτήρας δυσνόητος, ασαφής και ακατάληπτος, αλλά κυρίως άθλιας εμφάνισης». Και συνεχίζω: «Γράμματα που η όψη τους χαλά την εικόνα του χειρόγραφου και το καθιστά δυσανάγνωστο, απεχθές προς ανάγνωση, έως και μη αναγνώσιμο», και είμαι σε φάση «εεεεεέ;!»...
Κατόπιν τούτου κατάλαβα οτι χρειάζομαι επιτέλους καφέ.
Εξού και το μπαϊφουρκέσιον λοιπόν, που λέγανε και στο σχολειό μου στο χωριό. Μά'ιστα.
Γερό. Προσπαθώ να σκεφτώ άλλα τόσο στιβαρά παραδείγματα (θα υπάρχουν, δέ μου κόβει όμως τέτοια ώρα). Συνήθως τέτοιες μετωνυμίες είναι πτερόεσσες.
Τί γράφει ρε παιδιά ο Τριαντά εκεί; έχουμε κάνα φαρμακοποιό στην παρέα;
...
«για τα κοπάδια που ησυχάζουν στη σκιά, στη ζέστη του μεσημεριού»;...
Βρε τάτσι-μήτσι-κότσι θα τα βρούμε, μήν ανησυχείς.
Τα γνωστά λεξικά πάντως λένε «άγνωστου ετύμου» για το σταλίζω. Ο δέ Μπαμπινιώτης, πιθανολογεί λέει και να έχει σχέση με μία λέξη στάλιξ, που σήμαινε «πάσσαλος». Το στάλα τώρα, εντάξει, βγαίνει απ' το σταλάζω, που βγαίνει απ' το στάζω, για το οποίο όμως και πάλι δέν μας λέν τα λεξικά για παραπέρα.
Σίγουρα η εξήγηση του παρασυνταξία στον ορισμό, άν και εύλογη, φαίνεται πλέον μάλλον παρετυμολογία -και για νά 'μ' ειλικρινής, ούτε γώ ειχα ακούσει το σταλίζω ποτέ.
Τί έγινε ρε παιδιά; ούτε μιά φωτό;...
Ε να βάλω εγώ μία, έναντι:
(Βρε το ξέρω, απλά περνάνε απο δώ και πιτσιρίκια που μας παίρνουνε στα σοβαρά.)