#1
iliopkostas

in σακουλεύομαι

Έχοντας διαβάσει αρκετά βιβλία του Τσιφόρου ο όρος σακουλεύομαι στην αργκό της εποχής εκείνης σημαίνει καταλαβαίνω, παίρνω χαμπάρι.
Δε βλέπω το λόγο να έχει αλλάξει

Πχ
Πήγαν να του στήσουν παγίδα αλλά τη σακουλεύτηκε και την κοπάνησε.

- Σακουλετζέμ μάγκες; (Καταλάβατε μάγκες)

#2
iliopkostas

in γυναικωτό

Χμμμ προσωπικά το ξέρω σαν γυναικάτο (κατά το συνδικάτο). Γυναικωτός είναι ο άντρας φούστα, μπλούζα, ελαφριά πούδρα

#3
iliopkostas

in κούτρα

Συγνώμη δεν είδα ότι υπήρχε ήδη...
Παραδίδομαι για λιθοβολισμό

#4
iliopkostas

in πικές, πικέ

Το ουδέτερο χρησιμοποιείται σπάνια καθώς μπερδεύεται με το χαρατκηρισμό υφάσματος