Χμμμ προσωπικά το ξέρω σαν γυναικάτο (κατά το συνδικάτο). Γυναικωτός είναι ο άντρας φούστα, μπλούζα, ελαφριά πούδρα
Συγνώμη δεν είδα ότι υπήρχε ήδη...
Παραδίδομαι για λιθοβολισμό
Το ουδέτερο χρησιμοποιείται σπάνια καθώς μπερδεύεται με το χαρατκηρισμό υφάσματος
Έχοντας διαβάσει αρκετά βιβλία του Τσιφόρου ο όρος σακουλεύομαι στην αργκό της εποχής εκείνης σημαίνει καταλαβαίνω, παίρνω χαμπάρι.
Δε βλέπω το λόγο να έχει αλλάξει
Πχ
Πήγαν να του στήσουν παγίδα αλλά τη σακουλεύτηκε και την κοπάνησε.
- Σακουλετζέμ μάγκες; (Καταλάβατε μάγκες)