Την κοπανάω, την κάνω, παίρνω τον πούλο, κόβω λάσπη (ως αποτέλεσμα του άλλου ορισμού).

Εναλλακτικά: (παίρνω) τη σακούλα.

Παλιά έκφραση που απαντά ακόμα στον υπόκοσμο.

Πιθανή προέλευση: από τη σακούλα με τα κλοπιμαία που είναι το πρώτο πράγμα που παίρνει κάποιος όταν του την πέσουν.

  1. - Πώς ήταν εχτές η φάση;
    - Μάπα! Τη σακουλευτήκαμε στο πεντάλεπτο!

  2. - Μπάτσοι!!!
    - Τη σακούλααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Σε ένα τραγούδι του Χρηστάκη (Ο Παραμυθάς) , υπάρχει η στροφή:

«Και τη μάσησα μαστίχα
κι έχασα ό,τι κι αν είχα.
Ασ' τα κόλπα ρε Βαγγέλα
κόφτο, κάν' την καραμέλα»

Το τελευταίο (σε μπολντ) μάλλον είναι συνώνυμο του λήμματος.

#2
protnet

Το έχω ακούσει και σε καυγά:
- Τη σακούλα ρε μαλάκα μη σε γαμήσω!

#3
iliopkostas

Έχοντας διαβάσει αρκετά βιβλία του Τσιφόρου ο όρος σακουλεύομαι στην αργκό της εποχής εκείνης σημαίνει καταλαβαίνω, παίρνω χαμπάρι.
Δε βλέπω το λόγο να έχει αλλάξει

Πχ
Πήγαν να του στήσουν παγίδα αλλά τη σακουλεύτηκε και την κοπάνησε.

- Σακουλετζέμ μάγκες; (Καταλάβατε μάγκες)

#4
protnet

Ίσως είναι προτσιφορικό.

Αν το καλοσκεφτείς πάντως και φέρεις στο μυαλό σου παραδείγματα θα δεις ότι δεν σημαίνει γενικά καταλαβαίνω (βλ. αδόκιμο παράδειγμα: Δεν σακουλεύομαι λέξη αγγλικά (βλέπεις; δεν στέκει)) αλλά σημαίνει καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά.

Ένα δεύτερο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι ο Τσιφόρος ήταν κι αυτός μεγάλος σλάνγκουρας. Έπαιρνε τις λέξεις και τις τράβαγε απ' τα μαλλιά. Αυτό για το «σακουλετζέμ». Πιθανόν να είναι τσιφορισμός. Οπότε, φοβερή πηγή μεν αλλά να μην τον παίρνουμε και κατά γράμμα.

Η προσωπική μου εμπειρία είναι το παράδειγμα με τον καυγά που ανέφερα πιο πάνω και μια συζήτηση επ' αυτού με ένα φυλακόβιο που μου είπε πάνω κάτω αυτά που λέω στον ορισμό.
Κατά τα άλλα κι εγώ όλες τις άλλες φορές την έχω ακούσει με την έτερη σημασία.

#5
joe909

Μ' αυτή την έννοια το τιραμισουρεαλιστικό ρεφρέν: Δυο και δυο κι άλλα δυο Και δυο κι οχτώ δεκάξι
Πήγες να τη σακουλευτείς
Μάγκα δεν είσαι ντάξει.