Ο ό,τι να 'ναι, ο απρόβλεπτος τύπος που καταφέρνει να αποδιοργανώσει την παρέα. Οι πράξεις του σχεδόν πάντα περιβάλλονται από ένα πέπλο ηλιθιότητας. Ο ίδιος ενίοτε δεν αντιλαμβάνεται την ιδιότητά του αυτή, παρά μόνο όταν του την επισημάνουν οι γύρω του. Η ιδιότητα τού να είναι κάποιος αντάβαλος είναι διαρκής. Δεν έχει δηλαδή εξάρσεις και υφέσεις αλλά συνήθως κυμαίνεται γύρω από κάποιον μέσο όρο διαφορετικό για κάθε αντάβαλο, με αποτέλεσμα κάποιος να είναι λίγο, πολύ ή πάρα πολύ αντάβαλος.

- Έμαθες τι έκανε πάλι ο Τάκης...;
- Ε αφού είναι αντάβαλος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Έχω ακούσει την αντιμετάθεση «αλάνταβος» = ατσούμπαλος, άτσαλος κλπ.

#2
earendil_ath

ετυμολογία;
αντί + α + βαλος;

#3
vikar

Αλήθεια, τί έχουμε απο ετυμολογία εδωπέρα;

Είναι κάμποσοι οι χαρακτηρισμοί που απ' τη μιά τελειώνουν είτε σε -βαλος είτε σε -μπαλος, και απ' την άλλη έχουν φανερή σημασιολογική συγγένεια. Στο σάιτ έχουμε ανερούβαλος, αντάβαλος, αρούβαλος, αρτσούμπαλος / ατσούμπαλος, χαμπάμπαλος.

Το άμπαλος, άν και παρεμφερούς πάλι σημασίας, ετυμολογικά δέν συνδέεται μ' αυτά, εκτός κι' αν το δεύτερο συνθετικό επάνω βγαίνει απ' τη μπάλα, που δέν ξέρω... Σίγουρα, με την έννοια του αδέξιου, άνετα έχει δεχτεί την επίδραση των απο πάνω στη χρήση του.