Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.
Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.
Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.
Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.
Από το γομάρι.
Got a better definition? Add it!
1 comment
Μιτζνούρ
Νομίζω ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να το κάνεις link με το γομάρι, και το γομάρι με τη γομαροδουλειά εφόσον σχετίζεται.
Επίσης, και ο Γομαροπνίχτης (Γαλλικός ποταμός)