Further tags

Αρκτικόλεξο για το That Feeling When δηλαδή Αυτό Το Συναίσθημα Που. Συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως αρχή ποστ.

TFW που σου έχουν στρώσει το κρεβάτι σε πεντάστερο ξενοδοχείο και δεν θέλεις να βγεις από το δωμάτιό σου όλη μέρα, ακόμη κι αν είναι να δεις τα καλύτερα αξιοθέατα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις λέξεις του 2023. Σε ασκητική κατάσταση. Το να αγνοείς όλους τους αντιπερισπασμούς (κινητό, μέιλ, μηνύματα στο Slack) μέχρι να τελειώσεις αυτό που κάνεις.

Δεν είναι ότι έχει ειδικά εσένα στο φτύσιμο. Απλώς βρίσκεται σε monk mode.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα -Τι έπαθες ρε και κατσούφιασες; -Ε, να, σκέφτομαι τι θα γίνει αν με πάρουν σ' αυτή τη δουλειά που έχω κάνει τα χαρτιά μου στην επαρχία. -Ε, τι θα γίνει; -Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μετακομίσουμε με τη Μαίρη και να ζήσουμε μόνιμα εκεί. Και μεθαύριο θα κάνουμε και κανα δυο παιδιά. Θα μπορέσουμε να τους προσφέρουμε όλα όσα χρειάζονται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη; Άσε που όταν μεγαλώσουν και θέλουν να σπουδάσουν θα πρέπει πάλι να φύγουνε. Πάλι μετακομίσεις, έξοδα, ενοίκια κλπ. κλπ. Κι αν δεν περάσουν στην ίδια πόλη... -Ε, καλά ρε φίλε έτσι θα το πάμε τώρα; Σκεπαρνοσκοτωμένο μου παιδί δηλαδή; Κάθεσαι και αγχώνεσαι για όσα θα γίνουν τα επόμενα 20 χρόνια στη ζωή σου;

Έκφραση που προέρχεται από παλιό παραμύθι και που λέγεται όταν κάποιος κλαίει και μοιρολογάει εκ των προτέρων για συμφορές και κακά που φαντάζεται ότι θα έρθουν στο μέλλον με βάση εντελώς ακραία και παράλογα σενάρια. Το παραμύθι πολύ σύντομα: Ήταν ένα ζευγάρι και είχε μια κόρη. Άπαντες ήταν πολύ κουτοί, αυτό που λέμε άι κιου ραδικιού. Όταν η κοπέλα έφτασε σε ηλικία γάμου παρόλη την χαζομάρα της κατάφεραν και της βρήκαν για γαμπρό ένα καλό παιδί, ας τον πούμε Γιώργο. Την αρραβώνιασαν λοιπόν και κάλεσαν το γαμπρό να φάνε όλοι μαζί. Λέει ο πατέρας "δεν πας κόρη μου να μας φέρεις λίγο κρασί από το κελάρι;". Πάει η κοπέλα και όπως έβαζε το κρασί κοιτάει ψηλά και βλέπει ένα σκεπάρνι καρφωμένο σ' ένα δοκάρι στο ταβάνι ακριβώς πάνω από το κεφάλι της. Και αρχίζει και σκέφτεται: "Φαντάσου λέει να παντρευτώ το Γιώργο και να κάνουμε ένα γιο και να τον βγάλουμε Γιάννη. Και όταν μεγαλώσει και γίνει παλικάρι να το στείλει μια μέρα ο πατέρας του να φέρει κρασί από αυτό εδώ το κελάρι. Και να πέσει αυτό το σκεπάρνι στο κεφάλι του και να το σκοτώσει! Αχ Γιάννη μου, αδικοσκοτωμένο μου παιδί, σκεπαρνοσκοτωμένο μου παιδί!". Και παρατάει το κρασί κι αρχίζει να κλαίει και να θρηνεί το σκεπαρνοσκοτωμένο της παιδί! Οι άλλοι πάνω αρχίζουν ν' ανησυχούν που αργεί και στέλνει ο πατέρας τη μάνα να πάει να δει τι γίνεται. Πάει η μάνα κάτω, βρίσκει την κόρη να κλαίει, αυτή της λέει την ιστορία κι αρχίζουν τώρα να κλαίνε κι οι δύο μαζί, η μια το παιδί της και η άλλη το εγγόνι της! Σε λίγο πάει και ο πατέρας να δει τι γίνεται, του λένε κι αυτουνού την ιστορία, και αρχίζει κι αυτός τα κλάματα και τα μοιρολόγια. Στο τέλος πάει κι ο γαμπρός και τους βρίσκει και τους τρεις να κλαίνε και να οδύρονται. "Γιατί κάνετε, έτσι, τι έγινε;" τους λέει κι αυτοί του λένε πάλι την ιστορία με το αδικοσκοτωμένο παιδί τους. "Ε, καλά, και γιατί δεν το ξεκαρφώνετε;" λέει αυτός και ανεβαίνει σ' ένα σκαμνί και ξεκαρφώνει το σκεπάρνι από το δοκάρι!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.

Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) +‎ -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.

Ώπα, καρκαλέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι ή λεσβία που δεν έχει βγει από τη ντουλάπα, δεν έχει κάνει άουτινγκ και παραμένει κρυφός/ή, δηλαδή μη ορατός δημοσίως ως γκέι ή λεσβία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ναφθαλίνη, για να μην τον/ην φάει ο σκόρος.

Έκανε ένα ατελές άουτινγκ και τώρα πάλι ναφθαλίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.

Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Το λουμπάγκο που παθαίνουν δουλόφρονες οσφυοκάμπτες από τις πολλές υποκλίσεις.

Μια στον Πούτιν, μια στον Ερντογάν, έχουν πάθει δουλουμπάγκο οι πολιτικοί μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.

Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.

Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published