α) Σπιρουνίζω το άλογο.
β) Βάζω μπρος τη μηχανή, ανάβω τη μίζα.

Προέρχεται από το τσακμάκι (αναπτήρα που βγάζει σπίθα από τσακμακόπετρα και ίσκα=φιτίλι).

Ραψανιώτικη έκφραση.

  1. - Τσακμάκωσε το μ'λαρ' να φτάσ'με σ(sh)ια κατ'!
  2. - ...και τσακμάκωνε που λες ο Κώτσος το αυτοκίνητο, αλλά πού να πάρει μπρος, δεν είχε βάλει βενζίνη ο μαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

παιζη και στο πηροβολο απο τα παλαια καριοφιλια που ειχαν τζακμακοπετρα

#2
Vrastaman

Επίσης η μαλακία, στα Τούρκικα: οtuzbir çekmek («τσακμακώνεσαι» 31 φορές για να τελειώσεις)

#3
GATZMAN

Μετά τα 31 καίγεσαι

#4
theophano

Vrastaman, θεϊκό το σχόλιο, έχω πεθάνει στα γέλια!