Όρος μεταξύ gamers που περιγράφει τη συντονισμένη και γρήγορη επίθεση που σκοπό έχει να κατατροπώσει τον αντίπαλο προτού προλάβει να φτιάξει καν βασικές μονάδες. Προέρχεται από το αγγλικό rush.
Το ρήμα είναι ρασάρω, δηλαδή κάνω ρασάκι.
Δεν είχα ελπίδα. Άργησα για λίγο, με πήρε η γυναίκα στο τηλέφωνο και δεν έπαιζα συγκεντρωμένος... Μου έκανε ρασάκι και τέλος...
3 comments
Hank
Τα ράσα δεν κάνουν τον γκεϊμά!
GATZMAN
Αλλού ο γκέι μας κι αλλού τα ράσα
patsis
Κλασικό λήμμα, τόσο εκτεταμένο στην χρήση του που στα αγγλικά εμπεριέχεται και γραπτώς, π.χ. στις επιλογές του παιχνιδιού (rush/no rush game).