Όρος μεταξύ gamers που περιγράφει τη συντονισμένη και γρήγορη επίθεση που σκοπό έχει να κατατροπώσει τον αντίπαλο προτού προλάβει να φτιάξει καν βασικές μονάδες. Προέρχεται από το αγγλικό rush.

Το ρήμα είναι ρασάρω, δηλαδή κάνω ρασάκι.

Δεν είχα ελπίδα. Άργησα για λίγο, με πήρε η γυναίκα στο τηλέφωνο και δεν έπαιζα συγκεντρωμένος... Μου έκανε ρασάκι και τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Τα ράσα δεν κάνουν τον γκεϊμά!

#2
GATZMAN

Αλλού ο γκέι μας κι αλλού τα ράσα

#3
patsis

Κλασικό λήμμα, τόσο εκτεταμένο στην χρήση του που στα αγγλικά εμπεριέχεται και γραπτώς, π.χ. στις επιλογές του παιχνιδιού (rush/no rush game).