Από το αγγλικό «a lot of money» προφερόμενο με τη δέουσα ελληνοαμερικάνικη προφορά.
Αυτός που προφανώς έχει πολλά λεφτά, ο νεόπλουτος και κατά πάσα πιθανότητα επαναπατριζόμενος από τον Κάναδα (Canada).
Συντμ. αλάρας
Από το αγγλικό «a lot of money» προφερόμενο με τη δέουσα ελληνοαμερικάνικη προφορά.
Αυτός που προφανώς έχει πολλά λεφτά, ο νεόπλουτος και κατά πάσα πιθανότητα επαναπατριζόμενος από τον Κάναδα (Canada).
Συντμ. αλάρας
Got a better definition? Add it!
0 comments