Στην ταβλαδόρικη ορολογία χύνομαι σημαίνει ότι έχω πολλά πούλια ανοιχτά για πλάκωμα στο πλακωτό ή για χτύπημα στις πόρτες. Το ίδιο και στο παίγνιο μετά τραπουλοχάρτων Ξερή, όταν καλείται ο παίχτης να ρίξει το πρώτο φύλο, λέμε ότι χύνεται.
Συνώνυμο: απλώνω τραχανά.
Πηγή: allivegp
0 comments