(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.
1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.
(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.
1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
6 comments
Fotis Nitsiopoulos
σκιαγμένος (επιθ.) //τρομαγμένος, φριγμένος παράγωγο του ρήματος σκιάζω
Galadriel
Αυτό πάλι είναι σλανγκ; :-/
Εν κατέω...
kondr
ceci n'est pas slang
jesus
ο σολωμος, μακεδων ητανε;
Galadriel
Ναι τζίζα και κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα τον κατασπάραξε μια αρκούδα εξού και σκιάχτηκε πριν.
HODJAS
Χουγιαξι αρκούδα κι σκιάχκι αμιρσούδα...