(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.

1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Fotis Nitsiopoulos

σκιαγμένος (επιθ.) //τρομαγμένος, φριγμένος παράγωγο του ρήματος σκιάζω

#2
Galadriel

Αυτό πάλι είναι σλανγκ; :-/
Εν κατέω...

#3
kondr

#4
jesus

ο σολωμος, μακεδων ητανε;

#5
Galadriel

Ναι τζίζα και κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα τον κατασπάραξε μια αρκούδα εξού και σκιάχτηκε πριν.

#6
HODJAS

Χουγιαξι αρκούδα κι σκιάχκι αμιρσούδα...