Ο ψωλίστας, πουτσιστής, λουφαδόρος. Αυτός που ασκεί την πανάρχαια τέχνη του ψώλινγκ (ψωλάρει), δηλαδή αποφεύγει τεχνηέντως πάσης μορφής εργασία.

Για τις απανταχού Σουσούδες, προφέρεται psoleur, γαλλιστί (όπως βαλέρ, ντονέρ κτλ).

Στρατέικη έκφραση.

-Πού' ναι ρε ο Γιάννης;
-Ξέρω γω; Κάπου θα την πέφτει πάλι.
-Ωραία. Εμείς εδώ έχουμε πήξει κι αυτός πούθεν. Μέγας ψωλέρ αυτό το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Αλλο ψωλέρ, αλλο ζογκλέρ