Σωστός. Βλ. και λήμμα πού? (δυσπιστία) καθώς και μήπω καταχωρισμένο ποιό? (πχ είδα τον τάδε με πορσικό την προάλλη - ποιό ρε? αυτός δεν έχει βρακί να βάλει στον κώλο του). Να προσθέσω τις βρεταννικές εκδοχές από την ελαφρύτερη go away! ως την βαρύτερη fuck off! (το μπινελίκι χρησιμοποιείται πλακατζήδικα κυρίως στις συνεκτικότερες κοινωνίες της Β Αγγλίας & Ιρλανδίας).
Δεν εξυπηρετεί σε τίποτα ουσιαστικό να τίθεται ζήτημα ορθού-λανθασμένου και (κατ' επέκταση) υπέρτερου-υποδεέστερου φωνητικού τύπου, διαφορετικά τα θέματα δεν αφορούν στην πραγματικότητα φωνητικά συμπλέγματα αλλά ψυχο-κοινωνικά.
Η κουβέντα για τις επιρροές της αλβανικής ή βουλγαρικής γλώσσας στη νεοελληνική ας αφεθεί σ' αυτούς τους μελετητές, που την μιλούν και την γνωρίζουν.
Προς το παρόν να πούμε ότι στην Ιταλία -DOKCACTE TOYC- προφέρουν ζλίμ, ζλάιτς και νιώθουν μια χαρά.
Πολύ καλό και χρήσιμο.
Απλά να πούμε ότι επειδή τα Άκρα είναι όντως δυο (εκμετάλλευση vs. αντίσταση), η Εξουσία επινοεί έναν τρίτο ψευδο-πόλο με διπλό περιεχόμενο: 1) την Απάτη των Ημιμαθών που εξουδετερώνει α) LOGOS (ασάφεια) και β) PRAXIS (αδράνεια) και 2) την Βία των Αμαθών, που εξάπτει α) ΘΥΜΟ (Παρόρμηση) και β) ΦΟΒΟ (Υποταγή) με σκοπό την διάσπαση. Είναι φυσικό κι επόμενο και να γνωρίζονται και να συνεργάζονται αφού έχουν κοινό αφεντικό και αντίπαλο.
Ούτε ο http://www.slang.gr/lemma/14272-apekis λέγεται μόνο στη Λευκάδα, ούτε το "αλλά?"/"αμέ"-ιδιωμ."αμή?" (θυμ. και βορειοελλαδίτη Χατζηχρήστο σε "αμ'πώς?") μόνο στην Στερεά (παίζει και στην ύπαιθρο Ηπείρου και Μοριά) ούτε στην Αθήνα λέγεται (παρά μόνο χλευαστικά-πλακατζήδικα), ούτε ο κυρ-Βασίλης υπήρξε ποτέ Πατρινός, παρά κάτοικος Πατρών (δηλ. από την δεξαμενή της γραμμής Ηπείρου-Ιονίων-Δ. Στερεάς μέχρι και Μεσσηνία) και ποιός ξέρει ποιανού διαόλου ξεσταύρι. Το ότι άκουσα έναν Εβρίτη στη Νάουσσα να μιλάει την ντοπιολαλιά του, δεν σημαίνει ούτε ότι είναι εν είδει "ναουσσαίικα" ούτε εν γένει "μακεδονίτικα".
Ίσως περισσότερο από την κυνάγχη, να έχει σχέση με το σελάχι (φαρδιά ζώνη & εξάρτυση) των ανατολιτών και εν είδει των αρρένων Οθωμανών υπηκόων (βλ. και μάλλινο ζωνάρι του Σταύρακα αλλά και άλλων λαϊκών επαγγελματιών π.χ. ψαράδων μέχρι και τα '60ς) χωρίς όμως όπλα παρά μόνον ατομικά είδη (π.χ. ταμπακιέρα, μεδουλάρι κλπ).
Ενώ σηκώνει ολόκληρο σχετικό άρθρο, ελλείψει χρόνου, να αναφέρουμε εν τάχει ότι στο σελάχι αυτό, εν καιρώ ειρήνης, αψηφώντας το Νόμο και τις συνέπειές του, μόνον οι ζεϊμπέκηδες, οι γενίτσαροι αλλά και τα παλουκάρια του κοσιένα, κουβαλούσανε όπλα (εκηβόλα και αγχέμαχα) και κατ' επέκταση την ανεξαρτησία, την μαγκιά και το αντριλίκι τους.
Στο βιβλίο για τα ρεθεμνιώτικα επαγγέλματα του δρόμου του Α. Δαφέρμου "Παραδοσιακά Επαγγέλματα που Χάνονται" (Ρέθυμνο 2007), αναφέρεται -μεταξύ άλλων- ο σιναχλής (παραφθορά εκ του σελαχλής), ήτοι ο κατασκευαστής εξάρτυσης για την ρεθεμνιώτικη παραδοσιακή φορεσιά, με πέτσινα λουριά για την οπλοφορία (!)
Μάλιστα, διασώζει και την έκφραση "άξιο το σιναχλίκι σου!" στον παραγγείλαντα σχετική εξάρτυση από τον κατασκευαστή, δηλαδή σου ταιριάζει επάξια να φορέσεις την π ο λ ε μ ι κ ή εξάρτυση, δεδομένου ότι δεν την φορούσε όποιος κι όποιος, παρά μόνο οι (τ ό τ ε) λεβέντες.
Εφ' όσον λοιπόν, προηγείται ιστορικά η λέξη -έστω- σινάχης του "συναχωμένου που έρχεται από πέρα", τότε το δεύτερο αποτελεί παρετυμολογική ανάπτυξη του πρώτου, το οποίο με την σειρά του δεν αποκλείεται να προέρχεται από τον άνω σιναχλή/σελαχλή (συνεκδοχικά από τον κατασκευαστή σιναχλικιού στον φέροντα), ήτοι τον μη κωλώνοντα να φέρει όπλα και ως εκ τούτου τον άντρα τον πολλά βαρύ, πράγμα στο οποίο συνηγορούν και τα περαιτέρω συμφραζόμενα του τραγουδιού (φέρει δίκοπη μαχαίρα).
Άλλωστε, κατά λογική ερμηνεία, θα ήταν μάλλον κωμικό ένας μοβόρος τύπος που αφαιρεί ζωές για ψύλλου πήδημα, να χαρακτηρίζεται εκ του γεγονότος ότι τρέχει η μύτη του...
Κάτι τέτοιο.
Ευχαριστώ για σχόλια. Κατά τα λοιπά βλ. και http://enirikos.blogspot.gr/2013/04/by-skaros01-28-2008-1218.html
Για δεν κοιτάς μην έχει μείνει καθόλου στη δεσπέντζα? ;-)
Λέγεται στο Ιόνιο και πιθανώς έχει προέλευση απο την ξυλουργική jargon (δηλ. λεπτά φύλλα ξυλείας που κόβονται με κορδέλλα). Χρησιμοποιείται για να δηλώσει καταστροφή (π.χ. πήρε το αμάξι και το' κανε φυλλαδέλλα/φυλλαδέλα δηλ. φέτες-φέτες λαμαρίνα κλπ).
Πέρας.
Έτσι! Πες τα (γαμωτοναντίχριστόμου)!
Εκειό το βαθύπλουτο τέρας στην ταινία Hannibal που λαδώνει τον διεφθαρμένο πολιτικό για να του κάνει τη δουλειά του, όταν τον ρωτάει πόσα θέλει κι ο άλλος απαντά κάτι σαν "μια πεντακοσαρού", ο λαδωτής τον βάζει στην θέση του υποχρεώνοντάς τον να αναφέρει κανονικά και πλήρως ποιό ποσό εννοεί (500.000,00 δολλάρια), με τον σεβασμό που αξίζει στο ποσό αυτό.
Εξαιρετικό!
Η δεσπέ(ν)τζα (ιταλ. dispensa) ή καρρέ είναι τόπος όπου παλαντζάρει ο αναγκαστικός συγχρωτισμός με την ανάγκη αποσυμφόρησης και έτσι τα συναισθήματα δεν μπορεί να είναι ποτέ μέτρια.
Με το χαμόγελο στα χείλη, παν' οι φαντάροι μας μπροστά
Το body το language είναι πάντα ενα language. Και αλλάζει. Θα' θελα να γίνει μια κουβέντα και για τις χειρονομίες. Όλο και λιγότερες, όλο και πιο φτωχές, πιο άνοστες, χωρίς να έχουν αντικατασταθεί από οιασδήποτε φύσεως εγκεφαλική/προφορική εκφραστικότητα. Έχει κανείς παρατηρήσει, ότι οι πιτσιρικάδες δεν ξέρουν να μουτζώνουν (σπάνε κεχαριτωμένα τον καρπό)? Τί φαση?
Βεβαιως! Βλ. Και τα καβαδια (σορρυ δεν εχω τονους-ριμαρει με στραβαδια), ητοι τα παραξενα αμφια του μπαρμπα-Θοδου του Λουντεμη, ηρωα ενος γνωστου εργου του που διαδραματιζεται στη Μακεδονια. Σωζεται και ως επωνυμο "Καψοκαβαδης".
Σε καμια περιπτωση το σχολιο δεν αφορουσε συγκεκριμενα στον λημματοδοτη, ισα-ισα ο ορισμος ειναι υποδειγματικα ανοικτος και μερακληδικος. Ειναι γενικοτερη η ταση και επ´ ευκαιρια εγινε μια παρατηρηση in buon umore ;-) και παλι τσιου
Ωραίο λήμμα.
Το λέει έτσι (στο θηλυκό) κι ο Μίσιος, για κάτι καλόπαιδα που φορούσαν ζώνη τύπου Α/Τ με την τόκα της οργάνωσης "Χ", που τσαμπουκαλεύονταν με τις πλάτες της διοίκησης σε κάποιο ξερονήσι.
"Κάνω τόκα" ή "τόκα της" υπάρχει σε πολλές αναφορές της λογοτεχνίας για την (ειλικρινή) χειραψία και μάλιστα με περαιτέρω παραπομπές στην ενηλικίωση ως πληρότητα δικαιοπρακτικής ικανότητας (δηλ. μόνον οι μεγάλοι έκαναν τόκα -> όταν σου ζητεί ή δέχεται κάποιος να κάνει τόκα με εσένα, τούτο ισοδυναμεί με παραδοχή ότι ο λόγος σου δεσμεύει -> θεωρείσαι ενήλικος).
Δεν αποκλείεται να προέρχεται από το ιταλικό ρήμα "toccare" = αγγίζω, βλ. και US gimme/slip me some skin = κόλλα το.
Πολύ καλή δουλειά!
Υπ' όψιν Νο.1: Κρούεται ο κώδων του (αν-)ιστορικού ευγονισμού: Αρβανίτες & Σλάβοι και οι εντεύθεν επιρροές, υπήρχαν σε ΟΛΑ τα νησιά του Αιγαίου (ΚΑΙ στην Κρήτη).
Υπ' όψιν Νο.2: Πολλοί ιταλισμοί κομίσθηκαν στον Ελληνικό χώρο από Αρβανίτες -μεταξύ άλλων-, διότι ταξιδεύουν ΚΑΙ αυτοί.
Τούτο λέγεται διότι τα τελευταία χρόνια παραχαράσσεται λαϊφσταϊλατζήδικα (και) η Ιστορία (γιατί όχι?) με a posteriori "επιλεκτικές καταβολές" από Ενετούς (sic), Γενουάτες, Λεβαντίνους κλπ, ενώ (φυσικά) Βλάχοι, Αλβανοί, Γύφτοι, Τσάμηδες, Οβρέοι, Ζλάβοι κλπ αχαρακτήριστοι -αν ποτέ υπήρξαν στον γεμάτο ιστορία και δόξα τόπο μας- διαβιούσαν πολύυυ μακριά από ΕΜΑΣ (στην απέναντι γωνία-εν προκειμένω στο αντίκρυ νησί), όπως λέγεται και το παράδοξο "εμείς δεν έχουμε κατσαρίδες, ο λεχρίτης απέναντι τις φέρνει"...
Παραφράζοντας: Rise WITH your neighbours - NOT above them ! Και τσίου ;-)
Γειά και χαρά σε όλους! Καλορίζικο το σάη! Πολύ καλός ορισμός, στους χρήστες του λήμματος πρέπει η υπενθύμιση ότι πρόκειται για λογικά ελαττωματική στην παραγωγή πρόταση τύπου No True Scotsman βλ. [http://en.wikipedia.org/wiki/No_true_Scotsman][1]
Βρε ούστ μικρασιατικά υπολείμματα της εργατοϋπορίας...
Το μόττο gay is the new straight είναι το νέο η αλεπού με την κομμένη ουρά.
Νομίζω αναφέρει την λέξη ροσόλι ο Λασκαράτος στον αδιάκριτο ανθρωπότυπό του («Ιδού ο Άνθρωπος» 1874), μιλώντας όμως συγκεκριμένα για το ηδύποτο Rosolio (ροδέλαιο), που έκανε θραύση στο Πιεμόντε και την Αυστρουγγρική Αυλή κατά τον 19ο αιώνα ενώ στη Βουλγαρία το εμπόριο και η κατανάλωση ροδόνερου ακόμα ανθεί (χε).
Ιδιωματικά-μετωνυμικά, ροσόλι ή ροζόλι λέγεται ακόμα σε Πάτρα & Ιόνιο περιπαιχτικά οποιοδήποτε υπερβολικά γλυκό ποτό όχι όμως και ρόφημα/αφέψημα διότι αυτό αποκαλείται «πετιμέζι» (αλλού «σερμπέτι»), π.χ. οποιοδήποτε ανήκουστο ή ημι-ανώνυμο χρωματιστό ηδύποτο που είτε βάζουν σε κεραστικά φτηνο-κοκτέηλζ οι αυτοσχέδιοι baristi ή σερβίρουν οι πιγκουίνοι στο καθώς μπαίνετε σε γάμους με έκδηλη δυσαναλογία απαιτήσεων-μπάτζετ ή εν πάσει περιπτώσει κουβαλάνε θείτσες σε επισκέψεις δίκην κομίσιμου χρέους με αξία μάλλον ανταλλακτική παρά χρήσης κλπ.
Εκτός από με το χέρι, μπορεί να σημαίνει και από [το] χέρι, όπως π.χ. στο τάβλι (πλακωτό & φεύγα) που κρατούμε στο χέρι τα περ(ισ)σευούμενα (15-ν+2 στο πλακωτό και 15-ν+1 στη φεύγα) πούλια και καπακώνουμε ή κλείνουμε εξάπορτα «χεράτα».
και μπίνταα δεν έβγαλε λέξη ;-)
Σκανδιναυικό Σταυρόλεξο:
Οι εικονιζόμενοι
1 (αριστερά) Και σε κεφάλι μπάτσου ρίχνεται.
2 (δεξιά) Έχει τον... τρόπο του με τα ριμπενάκια.
Πάουα.
Δηλαδή είναι λαϊκιά.
Ρογήρος.
Δεν είναι τουλάχιστον μέηνστρημ βριτ έκφραση. Είναι όμως σίγουρα ιταλι-ά, από το σχεδόν ταυτόσημο con la puzza sotto il naso = «με τη μπόχα κάτω απ' τη μύτη», δηλ. με μια μόνιμη ξινούρα στη μάπα (ζνομπαρία).
Ετσά.
On.
O σηματάς ή σηματατζής είναι και ένα ιδιαίτερο σινάφι της δικηγορίας αναφανδ-όν φασ-όν υποθέσε-ων, δηλ. ασχολείται σχεδ-όν αποκλειστικά με (εμπορικά σήματα/διακριτικούς τίτλους και εκδικάζει ένδικα βοηθήματα για την προσβολή παρεμφερ-ών σημάτ-ων των πελατ-ών του - inter alia τινά), όπως ο διαδρομιστής με τα ποινικά του ποδαριού (καταδικασμένοι απο χέρι), ο προσημειωσάκιας με τις τράπεζες (όταν πάλαι ποτέ δένανε τους σκύλους με τα λουκάνικα και δίνονταν αβέρτα τα δάνεια), ο λαμαρινάς με τα τροχαία (υλικαί ζημίαι-τραυματισμοί), ο διαταγοπληρωμάς (τώρα κυνηγάνε οι τράπεζες τον κοσμάκη για τα δάνεια που-κακώς-δίνανε), αυτός που κάνει αλλοδαπούς (συνήθως κονομάει της παναγιάς τα μάτια απ' τους φουκαράδες και τους βρίζει κι απο πάνω), ο συμβολαιάκιας (πάλαι ποτέ είχε άκρες με συμβολεργολάβους), ο υπερχρεωμένος 69-er (Νόμος Κατσέλη 3869-κι όσο αντέξει) κτλ.
Off.
Σωστός! Καμία σχέση με την έκφραση το 'χω, αλλά απόδοση του αμερικάνικου I own the guy (= the guy owes me) και για την διάδραση/εξίσωση (;) owe something-own someone βλ. «Ο Εμποράκος ήταν Λεβεντιά» ή Μνημόνιο Ι (το πρώτο Αίμα), ΙΙ (Η Αποστολή), ΙΙΙ (Η Διάσωση), IV (Το Φιάσκο) et seq.
Προφανώς παίζει ρόλο η μεγαλύτερη διαφορά στα μεγέθη Αθήνας-λοιπής Ελλάδας και Θεσσαλονίκης-λοιπής Ελλάδας, αλλά είναι και ιδιωματικά διακριτή χρήση (σόρυ για τυχόν λάθος χρήση των όρων εδώ).
Μια παρατήρηση διότι αναπαράγεται μια (τόσο λάθος όσο και προβεβλημένη) αντίληψη:
Δεν υπάρχει δί-πολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη ούτε τρί-πολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Επαρχία αλλά Πρωτεύουσα-Επαρχία (όπως σε όλον τον κόσμο).
Όμως ούτε κι αυτό είναι ακριβές όσο το "Λαός & Κολωνάκι".
Άλλωστε το πρόθημα βλαχο- με κοινωνικό νόημα επινοήθηκε από μια παρέα εστέτ στο Κολωνάκι περί τον Μεσοπόλεμο.