σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου
Ο ό,τι νά 'ναι, ανώνυμος, τυχάρπαστος.
-Μου χάλασε το στέρεο. -Ε, σου 'πα να μην πάρεις μάρκα Σκορδομπούτσογλου...
σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου
Ο ό,τι νά 'ναι, ανώνυμος, τυχάρπαστος.
-Μου χάλασε το στέρεο. -Ε, σου 'πα να μην πάρεις μάρκα Σκορδομπούτσογλου...
Δες και -ογλου.
Got a better definition? Add it!
0 comments