Μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ο οποίος συνήθως κάνει πράγματα αντιστρόφως ανάλογα της ηλικίας του (π.χ. οδηγεί, φοράει έξαλλα ρούχα, κάνει clubbing).
Πού πάει ρε το λυκόπουλο, αριστερή λωρίδα με τη σακαράκα.
Μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ο οποίος συνήθως κάνει πράγματα αντιστρόφως ανάλογα της ηλικίας του (π.χ. οδηγεί, φοράει έξαλλα ρούχα, κάνει clubbing).
Πού πάει ρε το λυκόπουλο, αριστερή λωρίδα με τη σακαράκα.
Got a better definition? Add it!
0 comments