Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...

Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.

Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...

Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας

- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...

Ο Λευκορώσσος αμυντικός Alexander Hleb με τη φανέλα της Άρσεναλ. Επί του παρόντος, αγωνίζεται στη Μπουντεσλίγκα με τη Στουτγάρδη. (από allivegp, 23/09/09)χλεμπόν χλεμπόν (από BuBis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Απ' τα αγαπημένα μου!
Δις τάλιρο!

#2
iron

θενκ, είχα καιρό να πω κάτι
σιχαμερό

#3
allivegp

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη hleb -σε διάφορες παραλλαγές- σημαίνει στις σλαβικές γλώσσες ψωμί.

#4
iron

ναι, στα ρώσικα σίγουρα, άρα και στα βουλγάρικα, πιθανόν στα γιουγκοσλάβικα, και αν θυμάμαι καλά και στα τσέχικα παρόλο που δεν είναι σλάβικη γλώσσα. Αλλά δεν νομίζω να σχετίζεται.

#5
jesus

ναι, καί στα τσέχικα. έχουν αρκετές σλάβικες λέξεις. το νερό, η μπύρα, κ δε θυμάμαι ποιες άλλες είχα δει. μου φάνηκε σαν κάτι ανάμεσα στα ρώσσικα κ τα γερμανικά η γλώσσα (χωρίς να ξέρω γερμανικά, οπότε ελέγχομαι)

#6
jesus

@αγιβε, απλά πλεροφοριακά: το х των σλάβικων γλωσσών αποδίδεται με kh στο λατινικό αλφάβητο.

#7
Galadriel

Πάρτα δέκα παρόλο που απογοητεύτηκα ελαφρώς γιατί δεν είδα πουθενά αναφορά στους λεπτούς κόκκινους χρωματισμούς όπου αιμάτινες λεπτές γραμμές κοσμούν την διάφανη βλέννα - ακόμα δεν περισσότερο όταν αυτές αφορούν ημιδιάφανη πρασινόχρωμη βλέννα. Αν το κοιτάξεις και στο φως μπορείς συχνά να δεις ένα ουράνιο τόξο από κόκκινους πράσινους και κίτρινους σιχαμερούς ιριδισμούς.

Είσαι πια γλυκιά και ευγενική, φοβάσαι μην σιχάνεις τους άλλους, η συνάντα η τελευταία σε αλλοτρίωσε...

#8
electron

γηπεδική σλανγκ της χλεμπόνας --> μεζεδάκι

#9
HODJAS

Χλιάπ το ψωμί στα βουργάρικα.

#10
betatzis

Τσάκω δύο αστερίες

#11
iron

αχ μες, τι μου θύμισε αυτό το μεζεδάκι που ανέφερε ο έλεκτρας... ε ρε μνήμες...

#12
BuBis

Στο νετ, υπάρχει η εκδοχή ότι η λέξη χλεμπονιάρης προέρχεται από το σλαβικό hleb - ψωμί, το οποίο χρησιμοποιείτο πολύ στην Κέρκυρα.

Εικάζεται ότι γεννήθηκε από την μεταφορά Σέρβων στρατιωτών αλλά και πολιτικών στην Κέρκυρα το 1916 μετά την ήττα της Σερβίας για την ανασύνταξη των δυνάμεων τους και καθώς φαίνεται την εγκατάλειψη τους εκεί. Έτσι χλεμπονίαρης λεγόταν ο πεινασμένος (ο ψωμοζήτουλας ένα πράμα), και κατ'επέκταση λόγω κακουχιών και αρρωστιών ο φυματικός και άρρωστιάρης...

Πιό πολλά εδώ

#13
nick

#14
HODJAS

«Χλεμπονιάρηδες» ήταν ο αυτοσαρκαστικός χαρακτηρισμός μιας δράκας εστετ (επιζώντων της πείνας του '40) χαμινίων.

#15
xalikoutis

χλεμπονιάρης και χτικιάρης πολύ σκληρές λαϊκές βρισιές

#16
iron

ρε νικ, πού σταδιάλα βρήκες αυτό το τραγουδάκι!

#17
Galadriel

Τραγουδάκι; Αυτό αγάπη μου είναι εντελώς αντάξιο ενός άξιου λήμματος. Συμπληρώνει απαλά την τελειότητα της σιχαμάρας. «Η χλεμπόνα που τρυπάει τοίχους». Έτς!

#18
Μιτζνούρ

Χλεμπονιάρης είναι όντως ο πεινασμένος, ο ξενηστικωμένος.
Επομένως συμφωνώ με τους xalikoutis και Bybis.
Ένας ξενηστικωμένος μπορεί όντως να καταλήξει και φυματικός / φθισικός και πιο λαϊκά χτικιάρης. Χτικιό είναι το 'κακό πνεύμα της αρρώστιας' πριν αναγνωρισθεί η πραγματική αιτία της φυματίωσης.
Η φυματίωση λεγόταν και φθίσις (ως επίσημος ιατρικός όρος) εξ ου και τα σανατόρια ή φθισιατρεία.
Ευχαριστώ τον Bubis για την πληροφορία περί σέρβων στην Κέρκυρα και τον HODJAS για την πληροφορία περί των επιζώντων χαμινιών του 40. Αγνοούσα και τα δυο.

#20
soulto

Συνώνυμο ρέχα