Ρήμα που προέρχεται από τη λέξη ματσούκι, που σημαίνει ξύλο. Ματσουκώνω κοινώς σημαίνει δέρνω, παίζω ξύλο.

  1. Θα σε ματουκώσω.

  2. Ματσουκωθήκανε άσχημα.

(από Vrastaman, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified