Κομμάτι ή κάτι κομματιασμένο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κοσκυλμάτια.

Ο άνθρωπος έπεσε απο ψηλά και έγινε κουβάρι και κούσκουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified