Το πρατήριο βενζίνης, το βενζινάδικο, κατά τους ομογενείς της αλλοδαπής. Εκ του gas station (σώπα).

Από έκθεση μαθητή:

«Το Πάσχα πήγαμε στο Κελόουνα και αφού βάλαμε βετζίνα στο γκαζοστέισον, φτάσαμε στο κότατζ και κάναμε bbq στην πίσω γιάρδα μας. Το βράδυ όλη η οικογένεια παίζαμε Χ-κουτί».

(από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified