Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.
- Και μου λέει «αχ, σου κρέμεται μια κλωστούλα»... Την τραβάει που λες και έφυγε όλη η τσέπη...
Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.
- Και μου λέει «αχ, σου κρέμεται μια κλωστούλα»... Την τραβάει που λες και έφυγε όλη η τσέπη...
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
0 comments