Βλέπε και στο «καυλέτο», μόνο που στο δεύτερο μόνο το βλέπεις και το σχολιάζεις.

Η καυλιάρα είναι το θήλυ που όταν έρχεται στον οργασμό, η κλειτορίδα μεγεθύνεται υπερβολικά και παρομοιάζεται με ανδρικό μόριο (καυλί) σε μικρογραφία. Αποτέλεσμα τούτου, οι άμεσοι οργασμικοί σπασμοί και η θέληση και για περισσότερα παίγνια κάτωθεν των σινδονίων. Ένα χαστούκι στα κωλομάγουλα, επιταχύνει τα παραπάνω.

- Δώσε μου ρε όμορφε, κάτι που θα με φτιάξει! Αυτό πίσω από τον καβάλο σου μήπως;
- Είσαι πολύ καυλιάρα μωρή καύλα! Θα σε πάρω πάνω από τα ρούχα, ΤΩΡΑ!

Σχετικά: καβλιάρης, καυλιάρης, πουτανογκαβλιάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Αυτή η παρήχησητου καύ είναι ιδιαιτέρως ποιητική... Μ' αρέσει που λένε για μένα. Εύγε.

#2
aias.ath

Βάρδα σλαγκαρχιδιάααααα! Οὐδέτερα σὲ -η ὑπάρχουν στὴν Ἑλληνική;

#3
vikar

Αμέ, νά ένα: το η. Χμμ.