Ουδέτερο, πληθ. τα ντέρτια.

Προέλευση τουρκική: dert

Βάσανο, καημός, στενοχώρια, βαλάντωμα.

Ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται και καλά και έχει ντέρτια λέγεται ντερτιλής. Βλ. και το τραγουδάκι εδώ.

  1. Ωχ κι αμάν έχω ντέρτια και καημούς
    που δεν είμαι στους πολλούς
    δεν μου κολλούν τα ένσημα μου δίνουν όμως εύσημα ωχ κι αμάν

  2. Άναψε το τσιγάρο, δώσε φωτιά
    Έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified