Κυριολεκτικώς, η λέξη περιγράφει το μηχάνημα που στραβώνει της λαμαρίνες (λέγεται και στραντζοπρέσσα). Μεταφορικώς, εννοεί άνθρωπο που έχει δαγκώσει την λαμαρίνα με κάποιον/κάποια, που έχει ερωτευτεί παράφορα άλλο άτομο.

- 'Ασε ρε φίλε, πολύ την γουστάρω την Άννα, όλη μέρα την σκέφτομαι.
- Ααα κατάλαβα. Στράντζα έγινες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

γαλικο κλειδη , καταρακτης , ζγρομπια , ματσολα , παπαγαλος, σκυλα , δραπανοβιδα ,