Ο πουσεγαμάνε είναι επιθετικός προσδιορισμός προς υποκείμενο ή αντικείμενο αποδοχής ύβρεων.

Αναφωνείται συνήθως από εκείνον που του έχει ξεραθεί το στόμα από τα πολλά βρισίδια και δεν έχει κάτι άλλο να πει, προς κάποιον που θα μπορούσε να ήταν διαιτητής, επόπτης, αριστερό μπακ, πρεζάκι, αυτοφοράκιας, γυναίκα οδηγός, μπασταρδάκι που πετάγεται με το ποδήλατο (ή με το άλογο, στην Κερατέας - Καλυβίων), αφγανός οδηγός Πειραιώς και Χαμοστέρνας, κοινώς, μόνιμος επί της θέσης αποδέκτης μούντζας.

Πάντοτε έρχεται σαν κερασάκι στην τούρτα με τα εξαπτέρυγα.

Κύριος με λευκή καμπαρντίνα, ψαρομάλλης, μεσόκοπος, παρακολουθεί εναγωνίως αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ Πανηλειακού και Πανελευσινιακού και στο 89' το αριστερό μπακ της ομάδας της Ηλείας, της χώρας του Πέλοπος, κόβει το ποδόσφαιρο στον επιθετικό της ομάδας της Ελευσίνος, της γης του Τριπτολέμου και ο διαιτητής, απερίστροφα, σφυρίζει πέναλτυ.

Μη έχοντας διακρίνει το αίτιο και τον υπαίτιο και εφόσον έχει παρέλθει μιάμιση ώρα γαμωαγανάκτησης, ο συμπαθής κύριος σηκώνεται και αναφωνεί στο άπειρο:

«Ρε... (30 sec ram πρόσες)... πουσεγαμάνε!» κι ακόμα παραπέρα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ΠΡΩΤΕΥΣ

*ή αναφωνείται, μπαρδόν!

#2
Tzouninos

Πουσεγαμάνε ή

- Πουσαι; Γαμάνε
- Ναι ρε αβέρτα κουβέρτα

#3
Επισκέπτης

ή

που σέγα Μάνε;

από το «που (είναι η) σέγα* Μάνε;» (σκηνή σε συνεργείο)

  • ηλεκτρικό πριόνι
#4
ΠΡΩΤΕΥΣ

Αδέρφια είστε, Τζου και Τσου;

#5
Επισκέπτης

Ζευγάρι

#6
Γιώργος Ζάκκης

Εύγε νέε μου! Εν Κρήτη δε, αναφέρεται και το «... που να γαμούνε χίλιοι!!!!». Μετα τους ιδίου νοήματος...!

#7
allivegp

@Tsoutsino: τι λες τώρα!
σέγα ==> ιταλ. sega = η λακίαμα!

#8
allivegp

faccio una sega = χτυπώ έναν φραπέ

#9
Επισκέπτης

Grazie mille!

#10
Fotis Nitsiopoulos

@Ζακης
και να ναι και καλογέροι, συμπληρώνουν στη Μακεδονία