Εξελληνισμός για το γυναικείο εσώρουχο ή μαγιό τύπου στρινγκ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και περιπαικτικά για τα ανδρικά κολυμβητικά μαγιό τύπου speedo.

  1. - Ω ρε μάνα μου μια κωλάρα!
    - Ποια ρε συ;
    - Να αυτή με τη μαύρη τη στρινγκιέρα που παίζει ρακέτες.

  2. - Ρε κοίτα έναν γελοίο που φοράει και στρινγκιέρα!

(από enojados, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
AN21

Η μανδάμ στη φωτό κρυώνει...έχει ανατριχιάσει! Σκεπάστε την ντε!....Ή μάλλον οχι..