Μπότζα, -ες: Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και αναφέρεται στα παιχνίδια και ειδικότερα στα Βίντεο Γκέιμς σλανγκιστί.

Νίκος:
- Θα βάλεις κάρτα να λιώσουμε λίγο στο WOW;
Μιχάλης :
- Άσε ρε λάγιο, δεν πληρώνω για μπότζες πλέον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Καμιά ιδέα για προέλευση;

#2
ΠΡΩΤΕΥΣ

Από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη: «Πάγω μόνος μου εκεί οπού ’ταν συνασμένοι να με βαρήσουνε. «Ηρθα τους λέγω. και κάμετέ με, ό,τι αγαπέτε. (Δεν μιλούσε κανένας). Καφετζή, πάρε μίαν μπότζα ρακί, κέρασέ τους να κάμουν κέφι. (Έπιαν το ρακί). Τους λέγω, αδελφοί, η παλαβιά χάνει κ’ εκείνον οπού οδηγάη να την κάμουν κ’ εκείνους οπού θα τη ’νεργήσουνε. Δεν βλέπετε, δυστυχισμένοι, πού καταντήσετε από την ανοησίαν σας; Σκοτωθήκετε εις αυτό το κάστρο κι’ αφανιστήκετε δια να γίνετε σκλάβοι αλλουνών. Αυτά πάθετε από την ανοησίαν την δική σας κι’ από ’κείνους οπού σας οδηγούσαν.»

#3
HODJAS

  1. Μπότσα < βούτσα/βουτσί/Βουτσάς (βαρέλι), αλλά μποτσόνι/μποτσονάκι (<boccia-boccione=μπώλλ/δοχείο).

Κατα Τριανταφυλλίδη:βουτσί το [vutsí] O43 : (λαϊκότρ.) βαρέλι. [μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi]) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis]

Κατα Κριαρά:βουτσίον το• βουτσί• βουτσίν• βουττίν.1) Βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού: αν είν’ και θέλετε κρασά, βουτσιά ’χω να σας δείξω Σαχλ., Β΄ ΡΜ 595. 2) Μέτρο χωρητικότητος πλοίων: θέλει είσταιν τούτον το καράβιν βουτσίων επτακοσίων Καραβ. 49420. [<ουσ. βουττίον (6. αι. Lampe, βλ. και LBG, λ. βουτ(τ)ίον <μτγν. ουσ. βούττις + κατάλ. ‑ίον). Ο τ. ‑ί στο Meursius (‑τζή) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι άλλοι τ. Η λ. στο Meursius (‑τζ-)].

  1. Πόντσι / μπόντσι / μπότζι < αγγλ. punch = ρακόμελο Ηπειρώτικο (αντίστοιχο εγκλέζικο hot toddy = βραστό ιουίσκυ με μέλι-μια φέτα λεμόνι και καρφωμένες κανέλες πάνω του για τον άρρωστο).

  2. Εδώ όμως έχω την εντύπωση οτι προέρχεται απο το ναυτικό «μποτζάρω» (< ιταλ. poggiare), λόγω της κλίσης που λαμβάνουν οι τηλεμαλακιζόμενοι, μιμούμενοι τις κινήσεις του κέρσορα εν είδει σιμουλασιόν.

Στην ιστιοπλοΐα, μπότζα-άρω είναι η εκούσια στροφή της πρύμνης 90 μοίρες με τον καιρό πίσω, για ν' αλλάξει κατεύθυνση στο σκάφος. Το αντίθετο είναι το τάκ=στροφή της πλώρης 90 μοίρες με τον καιρό μπρος. Με την τεχνική αυτή, επιτυγχάνεται η αλλαγή σταβέντο-σοφράνο στην πρυμνιά ή πλωριά μάσκα, αντίστοιχα και τανάπαλιν. Αγγλική ναυτική ορολογία: Fall off / to bring the bow leeward / to bear away / to bear off or head down (αντίθετο = heading up / starboard-port-hard tack).

Π.χ.

  1. ... Σαν κανονιέρα σε πότζι ... (Ν. Καββαδίας «Βάρδια»)

2.

...Πάνω στην πλώρη ένα σίδερο με την αλυσίδα και το κουλουριασμένο χοντρό σκοινί, δίπλα στη μπίντα ανάμεσα στους μπαμπάδες μια μεγάλη άγκουρα για τις αμμουδερές καλάδες, τα τελάρα για τα ψάρια, τα σχοινιά στοιβαγμένα, τα βίντσια, η τράτα (το δίχτυ), ο σάκος. Όλα ήταν έτοιμα για καλάρισμα. Ο σάκος στη μια άκρη της πρύμης πάνω στην κουπαστή, με τα κρούνια κρεμασμένα στη θάλασσα. Η μπάϊνα δεμένη στο πάνω μέρος του σάκου. Τα σκέτια και οι γούλες κουβαριασμένες μπροστά στο σπιράγιο. Η πάνω μπάντα της τράτας μποτζαρισμένη με την μάτσα ίσια. Τα σχοινιά ανάλογα με την καλάδα, από 2 μέχρι και 12 ή και παραπάνω. Στην άκρη τους ήταν δεμένο το κορύφι. Έτοιμα όλα για την καλάδα. Οι μουσαμάδες φορεμένοι πάνω απ’ τα ρούχα. Τα μανίκια ανασκουμπωμένα. Ο Σταυριανός η πρώτη καλάδα. Το ρέμα βολικό. Τα σημάδια στον τόπο τους...

(Στρατής Ανδριώτης σε: http://www.nesealth.gr/?q=node/135 (Nαυταθλητικός – Εκπολιτιστικός Σύλλογος Ερασιτεχνών Αλιέων Λουτροπόλεως Θερμής Λέσβου).

-ish…