Ξοδεύω, σπαταλώ καταχρηστικά, ξεζουμίζω, εξαντλώ μέχρι τέλους.

  1. Σώνει ρε, σώνει, μη μιζάρεις άλλο θα την ξελιγώσεις την μπαταρία.

  2. Αστο να γυρίζει, το ξελίγωσες.

  3. Ψες ήπιαμε σαν νεροφίδες σοροπάκια και ξελιγώθηκα.

  4. Ζούζουνε, το ΣΚ βγαίνω με άδεια να ξελιγωθούμε θέλει! Τούμπαρε το στρώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified