Σπιν (spin), εις την αγγλική, σημαίνει κάνω κύκλους, στροβιλίζομαι ή στροβιλίζω. Στην Κβαντομηχανική (όπου και το ντοκτορά μου) είναι η ιδιοστροφορμή των σωματιδίων.

Επίσης ο όρος σπινιάρω, χρησιμοποιείται και από κάθε λογής κάγκουρες για να περιγράψει την άσκοπη περιστροφή των τροχών (δηλαδή την περιστροφή που δεν μετατρέπεται σε κίνηση), π.χ. στο burn out.

Επαγωγικά, σπιναρισμένος είναι αυτός που:

α) έχει πάρει τόσες στροφές το μυαλό του (με ή χωρίς την βοήθεια ουσιών), που τώρα πια γυρίζει άσκοπα. Άσκοπα δλδ χωρίς να παράγει κάτι. Με λίγα λόγια ο καμένος.

β) ο θεοπάλαβος, με την καλή έννοια. Αυτός που του λείπουν κάποια δράμια για να συμπληρώσει τα τετρακόσσια. Αυτός που δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, διότι ο εγκέφαλος του γυρίζει σε διαφορετικές στροφές. Έξω από τις συχνότητες των άλλων ατόμων.

Εννίοτε χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, σαν προσφώνηση, αντικαθιστώντας το «μαλάκας», «τρόμπας», «τρελός» κ.λ.π.

  1. - Ρε, πήρε το μάτι σας τον αδελφό του Τακη;
    - Σαν ζόμπι ήταν την τελευταία φορά που τον είδα..
    - Ναι, είναι καλά σπιναρισμένος, δύσκολο να επανέλθει.
    - Κρίμα...
    - Αμ, κρίμα δεν είναι. Κι εμεις δοκιμάσαμε, αλλά όχι αυτά τα γαμημένα τα χημικά. Αυτά σε τρελλαίνουν, ρε μάγκα μου. Μια χαρά παληκάρι, και γυρνάει σα φύτουκλας....

  2. - Έλα, ο Κώστας είμαι...
    - Ναι, λέγε...
    - Δώσε μου να μιλήσω στον άλλο τον σπινιαρισμένο...
    - Αμέσως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Και πάνω που γυρεύαμε επαγγελματική αργκό κβαντομηχανικών...

#2
jesus

- μπαίνει ένας κβαντομηχανικός σ' ένα μπαρ. μάλλον.

#3
Επισκέπτης

Πόσοι κβαντομηχανικοί χρειάζονται για να βιδώσουν μία λάμπα;