Εκ του «ουρητήριο».
Προσδιορισμός του WC ή του δωματίου ενός χώρου που χρησιμεύει ως WC. Το κατουρητήριο δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ουρητήριο, εκτός αν διαθέτει μόνο κατρουλιέρα και όχι χέστρα.
ΚΤΕΛ: Τα μαγαζιά στα οποία κάνουν στάση οι οδηγοί των ΚΤΕΛ, όπου εκτός από το σχετικό ξαλάφρωμα των επιβατών, γίνεται και ο ανάλογος τζίρος στο κατουρητήριο, αφού οι επιβάτες αγοράζουν διάφορα άχρηστα πράγματα (που δε θα αγόραζαν ποτέ) και καταναλώνουν αμφιβόλου ποιότητας βρώσιμα είδη.
Στο καφέ: - Παιδιά το κατουρητήριο, πού είναι;
Στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ: - Θανάση, ευτυχώς που πήραμε από το κατουρητήριο φαγητό σε πακέτο, γιατί δεν τον βλέπω να κάνει άλλη στάση.
3 comments
ο αυτοκτονημενος
και κατρουλού
dimitriosl
Το «κατρουλού», νομίζω ότι χαρακτηρίζει πρόσωπα και όχι τόπους. Εκτός και αν κάνω λάθος. Ουδείς άσφαλτος
ο αυτοκτονημενος
που πας ρε φιλε βιαστηκα ;;;;
στην κατρουλού