Εκ του «ουρητήριο».

  1. Προσδιορισμός του WC ή του δωματίου ενός χώρου που χρησιμεύει ως WC. Το κατουρητήριο δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ουρητήριο, εκτός αν διαθέτει μόνο κατρουλιέρα και όχι χέστρα.

  2. ΚΤΕΛ: Τα μαγαζιά στα οποία κάνουν στάση οι οδηγοί των ΚΤΕΛ, όπου εκτός από το σχετικό ξαλάφρωμα των επιβατών, γίνεται και ο ανάλογος τζίρος στο κατουρητήριο, αφού οι επιβάτες αγοράζουν διάφορα άχρηστα πράγματα (που δε θα αγόραζαν ποτέ) και καταναλώνουν αμφιβόλου ποιότητας βρώσιμα είδη.

  1. Στο καφέ: - Παιδιά το κατουρητήριο, πού είναι;

  2. Στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ: - Θανάση, ευτυχώς που πήραμε από το κατουρητήριο φαγητό σε πακέτο, γιατί δεν τον βλέπω να κάνει άλλη στάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

και κατρουλού

#2
dimitriosl

Το «κατρουλού», νομίζω ότι χαρακτηρίζει πρόσωπα και όχι τόπους. Εκτός και αν κάνω λάθος. Ουδείς άσφαλτος

#3
ο αυτοκτονημενος

που πας ρε φιλε βιαστηκα ;;;;
στην κατρουλού