Το μπιμπίκι-μαύρο στίγμα, το ξερό μπιμπίκι, ο ανοιχτός δηλαδή πόρος που έχει μέσα στεγνό σμήγμα, το οποίο, στην ακρούλα του, έχει μαυρίσει από την επαφή του με τον έξω κόσμο.

Τα μαυράκια είναι ιδανικά για ξεμπιμπίκιασμα, α γιατί δεν πονάνε, βου γιατί βγαίνουν εύκολα -μια κι έξω, γου γιατί δεν κάνουν σημάδι, δου γιατί επανεμφανίζονται σε χρόνο dt κι έτσι έχεις πάλι με τι να ασχοληθείς.

Έχουν βγει διάφορα προϊόντα στην αγορά για τα μαυράκια, αλλά δεν κάνουν και πολλά, άσε που σου στερούν αυτή την απόλαυση.

- Έλα μωρό μου, κάτσε να σου βγάλω αυτό το μαυράκι που έχειειειες...
- Λύσσα κακιά πάλι σ' έπιασε; Όχι, δεν θα το βγάλεις!
- Μα...
- ΕΙΠΑ ΟΧΙ!
- Μα γιατίιιιι;;;
- Γιατί έτσι, φύγε τώρα, άντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

ρέντα απόψε.

#2
Galadriel

ΓαμΆτο!!!!

#3
patsis

Mes το άλφα σου έχει ένα μαυράκι, να στο βγάλω;

#4
euripidisk

Αχ πόσο μέσα απο την ζωή βγαλμένο είναι το παράδειγμα...

#5
anchelito

δυο σχόλασα για αυτόν τον λόγο...

παλιά.

τώρα άφησα μούσι.

#6
Jonas

..γι αυτό κι εγω προνοώ και τα βγάζω κάθε πρωί στον καθρέφτη μόνος. το μόνο που ξεχνιέμαι και τα κολλάω στο τζάμι... το οποίο έχει γίνει πουά πια.