Οι βαθειές υποκλίσεις προβάλλοντας τα οπίσθια, aka δίνω κώλο.
Άρχισες πάλι τις κωλορεβεράντζες μήπως σου σβήσουν το πρόστιμο ρε τελειωμένε?
Οι βαθειές υποκλίσεις προβάλλοντας τα οπίσθια, aka δίνω κώλο.
Άρχισες πάλι τις κωλορεβεράντζες μήπως σου σβήσουν το πρόστιμο ρε τελειωμένε?
Got a better definition? Add it!
α. Κάθε φορά που θέλει κάτι αρχίζει το γλείψιμο. β. Άρχισε το γλείψιμο, για να μη δώσω συνέχεια. γ. Άρχισε το γλείψιμο στον διοικητή, για να πάρει άδεια. δ. Έχει γλείψιμο τον διοικητή. ε. Είναι μαστόρισσα στο γλείψιμο. στ. Τα έχασε με το γλείψιμο που του έκανα στο φτερό και έκανε όλο δεξιά το τιμόνι. ζ. Το γλείψιμο στο αυτί του τού κόστισε για λίγες μέρες την ακοή του.
Got a better definition? Add it!
Ο τρόπος, γνωριμία ή άτομο που χρησιμοποιεί κάποιος για να διεκπεραιώσει υπόθεσή του, το βύσμα, η άκρη.
Σκίζεται για ξένο ιντερέσο, ψάχνεται να βρει κανένα μέσο. Δεν τον νοιάζει γόπες που φουμάρει, φτάνει να τον λένε παληκάρι. (Λαϊκό άσμα).
Got a better definition? Add it!
Αρσενικό που είτε είναι μοναχικό, είτε κυκλοφορεί σε αγέλες αρσενικών και είναι τούμπανο και βελόνας.
Ας αποφύγουμε καλύτερα την αγέλη με τους λύκους. Ας αλλάξουμε πεζοδρόμιο.
Got a better definition? Add it!
Παλαιόθεν έκφραση για το υπέροχο γκολ καθιερωμένη κυρίως μετά τη χρήση της σε σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων όπως εκείνα της Αθλητικής. (Δες).
Γκολάρα ο Σαραβάκος!
Got a better definition? Add it!
Ο αργιλές.
Ο Θανάσης έφερνε βόλτες.
Got a better definition? Add it!
Ο μιλημένος, αυτός που είναι στο κόλπο.
Υπάρχει ένας διαβασμένος στην ομάδα τους.
Got a better definition? Add it!
Ο μπουγαδοκλέφτης.
Προσοχή στις ασπρορουχούδες!
Got a better definition? Add it!