Εκ της ελληνικής λέξης «κώλος» και της αγγλικής «lover».

Σημαίνει μεταξύ άλλων:

  • με την κυριολεκτική έννοια, αυτός που του αρέσουν οι κώλοι.
  • με την υποτιμητική έννοια, ο κακός εραστής, της πλάκας.

    Προκύπτει από το ρήμα «κωλάβ».

- Τη γυναίκα όταν έρχεται την κοιτάω στο πρόσωπο. Όταν φεύγει την κοιτάω στον κώλο. Αφού σου λέω είμαι... κωλάβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Θρασυμήδης!

#2
dipyadip

Ελήφθη... οβερ !

#3
GATZMAN

Ελήφθη γκρόβερ !