Στην κυριολεκτική του σημασία είναι το κωλόχαρτο ή τα προγενέστερα μέσα σφουγγίσματος του κώλου (για επαγγελματική περιποίηση, βλέπε και σφουγγοκωλάριος).
Μεταφορικά χρησιμοποιείται για αντικείμενα συναφούς υφής (π.χ. χαρτιά, εφημερίδες, ρούχα, ψηφοδέλτια) που έχουν σκιστεί/χαλάσει/στραπατσαριστεί τόσο πολύ ή που είναι τόσο κακής ποιότητας, ώστε η μόνη χρησιμότητα που έχουν είναι το σφούγγισμα κάποιου κώλου πριν πεταχτούν στα σκουπίδια.
(Αύγουστος και χαλλλλαρά στην παραλία...)
- Πού το έχεις το Metal Hammer;
- Μέσα στην τσάντα είναι, πάρτο!
(Το ψάχνει και το ανασύρει από την τσάντα παπαριασμένο)
- Ρε μαλάκα, αυτό έχει γίνει κωλοσφούγγι!
- Ω ρε γαμώτο, θα πήρε νερά η τσάντα από κανένα κύμα...
- Το γάμησες και ψόφησε!!
- Γάμησέ το... Πωωωωω, κοίτα μια τουρίστρια............
- Αυτά είναι......- Σου έφερα το πουκάμισο σου!
- Πώς είναι έτσι;; Καλά ρε, σου δάνεισα το καλό μου το πουκάμισο για να κάνεις μόστρα στο πάρτι κι εσύ μου το έκανες κωλοσφούγγι;;
- Έλα μωρέ, λίγο ράψιμο εδώ και λίγο Dry Clean εκεί...
- Δεν φταις εσύ... Φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό...(πάλι στην παραλία, αυτή τη φορά με χαζογκόμενα)
- Έχεις τίποτα να διαβάσουμε κουκλίτσα μου;
- Ναι, πήρα το Ciao, θέλεις να δεις το μωρό του Σάκη και της Κάτιας Ζυγούλη;;
- Έλεος με το κωλοσφούγγι! Πάω για βουτιά!
4 comments
Galadriel
Αχ αχ αχ πάει από το πρόχειρό μου...
Cunning Linguist
Ήθελα να ήξερα ποιος ξεκαύλωσε ρίχνοντας μηδενικά σε όποιον ορισμό μου βρήκε... Ε ρε γαμώ την ψυχασθένεια!!
Galadriel
Το λήμμα υπάρχει στο νετ και ως κωλοσφούΓΚι, και μάλιστα σε σάιτ που δεν προτιμούν οι αναλφάβητοι, οπότε με προβλημάτισε αν πρόκειται για άποψη ή απλή ανορθογραφία: σφουγγαρίστρα ή σφουγκαρίστρα;
Να πχ δείτε εδώ: Αρχικά αντί της λέξης «μαλαπέρδες» είχε επιλεγεί η λέξη «ψωλές» . Μετά όμως από σχετική παρατήρηση φίλης συμφώνησα πως λέξεις όπως: ψωλή, ψωλόχυμα, μουνί, κωλοσφούγκ**ι, μουνόπανο, πουταναριό, πουσταρκούδα, τσάτσος, τσατσόνι, τσατσόγρια, ρουφοκαυλέτα, κωλομπαράς, καυλιτζέκι κτλ είναι καλύτερο να αντικαθίστανται από άλλες λιγότερο προκλητικές.*
ή εδώ: [I]-Τουλάχιστον η Τζούλια είναι ωραία γυναίκα. Αυτή είναι τελείως πατσαβούρα! Τί γούστο κι αυτός ο Σειρηνάκης.... -Σάπια τελείως!! Πάντως είδα και τη Τζούλια από κοντά στο Balux μαζί με το κωλοσφούγκι της το Μένιο και δεν εντυπωσιάστηκα καθόλου..! [/I]
MXΣ
Ο Τριαντάφυλλος δίνει:
κωλοσφούγγι το [kolosfúngi] Ο44 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός εγγράφου, κειμένου κτλ. || Kάνω κτ. ~, συνήθ. για ρούχο ή ύφασμα που το έχω καταταλαιπωρήσει, που το έχω κάνει κουρέλι από την κακή ή την πολλή χρήση.
[κωλο- + σφουγγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
αατα