Σωστός, ορθός. Πηγάζει εκ του αρχαιοσλανγκικού σωστόστ, αποδίδοντας όμως μια νεοελληνική και ίσως και σαλονικιά χαλαρότητα, που δεν επιτρέπει στον εγκέφαλο να προβεί σε πολύπλοκες και περιττές ενέργειες, όπως να χρησιμοποιεί ολόκληρες τις λέξεις.

Η κάταληξη -τ, απλά επιβεβαιώνει αυτό που είναι γνωστό ανά τους αιώνες στην κάθε μούντζα και τον κάθε πούστη, ότι δηλαδή είναι σωστό να τρως ένα τοστ. Σε αυτήν την περίπτωση πιο υγιεινή θεωρείται η χρήση μαύρου ψωμιού και γαλοπούλας αντί για ζαμπόν.

- Με είχε γαμήσει στα κολλητήρια σε λέω ο τύπος αφού... Έτσι είσαι ρε πούστη λέω και εγώ; Ξεκινάμε από τρίτες και του ρίχνω 3 κολώνες του φλωρόκουπα!
- ... στοστ!
- ... Για πλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified