Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε την κακή, εμφανισιακά, γραφή κάποιου ατόμου. Περιγράφει ανικανότητα γραφής. Χαρακτηρίζει, τέλος, τον τρόπο γραφής των συνταγών από τους γιατρούς, τις οποίες μόνο οι φαρμακοποιοί μπορούν να «αποκρυπτογραφήσουν».

Κανονική σημασία της λέξης: είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ. (πηγή: el.wikipedia.org)

- Δες τι έφερε πάλι το σούργελο να δακτυλογραφήσω. Άντε να βρεις άκρη, Γραμμική-Β σου λέω.

(από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
ΕΛΙΑ ΘΡΟΥΜΠΑ

Καλό. Βγάζει γέλιο.

#2
ΠΡΩΤΕΥΣ

Πολύ σωστό! Βέβαια, εμείς, σε περιπτώσεις ιθαγενών συνελλήνων την ορίζαμε ως Γραμμική δέλτα. Φερ' ειπείν: «Γραμικί διέλτα, ουώπα!»

#3
Khan

Έχω ακούσει και το Γραμμική Γάμα-τα. (Νταξ σεφερλιά).