Τρομπλόν - κυριολεξία: Όπλο άμυνας που έκανε στράκες τον 17ο αι. με πλατύ στόμιο σαν τρομπέτα που φορτώνεται από μπροστά, οπότε οι χρήστες την πάλευαν με ό,τι να 'ναι, σφαίρες, πέτρες, καρφιά, θραύσματα γυαλιού κλπ. Στόχος δεν ήταν η μεγάλη εμβέλεια βολής, αλλά το μπραφ από κοντά που να γαμάει τα πρέκια σε όποιον τολμούσε να πλησιάσει, επειδή σίγουρα θα τον έπαιρνε κάτι από όλα αυτά που σκάγανε.

Τρομπλόν - παπουδοσλανγκιά: στην φράση «γίνομαι τρομπλόν» έχει αντίστοιχη σημασία με τα ντίρλα, σκνίπα, λιάρδα, φέτες, λιώμα κ.λπ. με την καλή την έννοια όμως. Δηλαδή, είμαι φτιαγμένος από τα ξίδια και γουστάρω τρελά, είμαι ωραίος, έχω πιει, είμαι γκολ και είμαι γαμάτος, χικ, όλοι μαζί παιδιά, γιοχοχό κι ένα μπουκάλι ρούμι.

Τολμηρός συσχετισμός των δύο εννοιών: ήπια τα πάντα όλα κι έχω φουσκώσει από χαρά τόσο, που είμαι έτοιμος να σκάσω στα μούτρα όποιου βρεθεί σε απόσταση βολής, μπουμ. Λέμε τώρα.

Εδώ τα όπλα:
[...] σκοτώθηκαν 34 Γερμανοί και πιάστηκαν 2 αιχμάλωτοι, κυριεύτηκαν 25 μάουζερ, 2 βαριά πολυβόλα, 3 μυδράλια, 5 μαρσίπ, 3 τρομπλόν, 1 ομαδικός όλμος, 4 πιστόλια και πυρομαχικά, ο ΕΛΑΣ είχε ένα νεκρό και δύο τραυματίες.

Εδώ οι ντίρλες: Όσοι τώρα είναι πορωμένοι και θέλουν ντε και καλά να ψηφίσουν, προτείνω πριν πάνε να ψηφίσουν, να περάσουν από το πιο κοντινό ουζερί. ή μπαρ ή ρακάδικο ή τσιπουράδικο και το μεσημέρι να γίνουν τελείως τρομπλόν! Να γίνουν σκνίπα να μεθύσουν τα παιδία, να μεθύσουν τίγκα και μετά να πάνε να ψηφίσουν.

Κι εδώ επίσης: (τίτλος από νήμα) Όταν πίνω γίνομαι... anton: «Απάντηση #17» ΤΡΟΜΠΛΟΝ

Αγγλικό τρομπλόν (από Khan, 13/09/10)Ένα τρομπόνι (από poniroskylo, 13/09/10)Άλλο τρομπόνι (από poniroskylo, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Πολύ ενδιαφέρουσα η χρήση για το μεθύσι.

Στα Ελληνικά, η λέξη έχει αποδοθεί ως τρομπόνι. Ήταν το κλασικό όπλο των ναυτικών του 1821.

Σε αντίθεση με τους στεριανούς οι Ελληνες Ναυτικοί δεν κρατούσαν τα καριοφίλια αλλά τα λεγόμενα Τρομπόνια. Βραχύκαννα δηλαδή όπλα τα οποία έβαλλαν ταυτόχρονα πολλά μικρά σφαιρίδια μαζί. (Από εδώ)

Θυμάμαι, με νοσταλγία, ότι τη λέξη με αυτή την σημασία την είχα συναντήσει πρώτη φορά στο Ο Ναύαρχος Μιαούλης του Σπύρου Μελά

#2
Galadriel

Βεντούζα, βεντούζα, ρούφα το τρομπλόν... Χμμμ 'ν'ν' κακό...

#3
iron

νάις!

#4
Khan

Στα γαλλικά tromblon είναι επίσης ένα είδος μούρης, καθώς και ένα είδος ημίψηλου καπέλου.

#5
ΝΤΙΝΟΣ

Tromblon λεγόταν στα ελληνικά το «μουσκέτο», όπλο εμπροσθογεμές του ΙΖ΄αι, εξ ού και οι «Trois Mousquetaires», κακομεταφρασμένοι σαν «Οι Τρεις Σωματοφύλακες». Για τη «μούρη» και το «ημίψηλο» του Khan δεν ξέρω, πρέπει να το ψάξω, αλλά στη γαλλική αργκό «tromblon» λέγεται και ο «ασχημος», ο «άχαρος», ο «ατσούμπαλος». Την αντιστοιχία με ντίρλα, σκνίπα, λιάρδα, φέτες, λιώμα κ.λπ, δε μου'χει λάχει να την έβρω. Γηράσκω αεί κλπ.

#6
Khan

ναι, αυτό εννοούσα, την ατσουμπαλοσύνη