Η πολύ ευτραφής, η χοντρή.

Κοίτα μια μπαλόμπα!

παλόμπα μποκιού (από perkins, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Συνηθέστερα μπαλόμπα. Λέξη από τα καλιαρντά.

Ο Πετρόπουλος γράφει:

μπαλόμπα, η: θρεφτάρι, χοντρέλω, οιονεί υπερθετικός βαθμός του μπαλή (βλ. λήμμα), και

μπαλός, επίθετο: χοντρός, ίσως από το κοινό μπάλα<ιταλικά balla (=δέμα, μπάλα, αφθονία, ποσότης)... ενθυμού το λαϊκό χοντρομπαλάς

#2
aelios

έχετε απόλυτο δίκιο