Ο καλά δικτυωμένος σε παρεΐτσες, αυτό το αεικίνητο είδος ανθρώπου που ασχολείται με το να χώνεται από δω κι από κει και να καταφέρνει, κουτουλώντας, δουλειές για την πάρτη του ή για άλλους, αποκλειστικά μέσω γνωριμιών.

Ο χωσιματίας συνήθως πατάει στα κάτω σκαλοπάτια, δεν είναι δηλαδή τοπ διαπλεκόμενος. Εξυπηρετεί ως εκ τούτου και τους τοπ, αλλά και τους από κάτω, όσο και τους απ' έξω από το μαντρί, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αποφασίσουν να μπουν στο κατεστημένο (βλ. παράδειγμα).

Ο χωσιματίας κάνει τις δουλίτσες του και τα κονέ του στα καφενεία, στα μπαρζ, στα παρτάκια, παντού όπου συχνάζουν οι εκάστοτε στόχοι του.

Όπλα και εργαλεία του κυρίως το μπίρι-μπίρι, αλλά ενίοτε και το σεχ, η γαλαντομία, ο μικροεκβιασμός.

Τα δόντι, τσάτσος, άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας, ρουσφέτι, bluetooth κλπ, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Ο χωσιματίας δεν είναι πχ ακριβώς δόντι, ούτε κάνει ρουσφέτια, είναι ουσιαστικά προξενητής. Οι απολαβές του δεν είναι σπουδαίες και παραμένει ένας ανεπιθύμητος πλην αλλ' όμως απαραίτητος κρίκος της ειδεχθούς αλυσίδας του σύγχρονου (ελληνικού κυρίως) νταλαβεριού.

- Λέω να βάλουμε και την Εύα μέσα στους συντελεστές.
- Απαπα αυτή την μαλάγκω!
- Ναι, αλλά είναι χωσιματίας και θα φέρει λεφτά στο πρότζεκτ χωρίς να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας.

Δες ακόμη: χώστρα, -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Πολύ ακριβής ορισμός!

#2
vikar

Το εννοείς πάνω-κάτω συνώνυμο του χώστρα, έτσι;

Αξίζει πάντως να ανέβει και η σημασία του χώστη γενικότερα απ' ότι είχε κάνει ο λίνκ εκεί (η σημασία για τηνοποία μιλάω στα σχόλια της χώστρας), η οποία είναι και αυτή με την οποία άκουγα εγώ πάντα τη λέξη (παρεμπιπτόντως, το χωσιματίας δέν θυμάμαι να τό 'χω ακούσει).