Εκ του ελληνιστικού «καρά» και του αγγλικανικού «like».
Nεόκοπος ιντερνετικός όρος που προήλθε από το φατσοβιβλίο.
Συμπληρώνει το like σε ένα post του f/b όταν του σχολιαστή δεν του φτάνει ένα απλό like, καραγουστάρει αλλά και έμμεσα θέλει να δείξει και την καταγωγή του.
Πέρασε και στον μιλητό λόγο σε νέους και νέες κάθε ηλικίας και μαλακίας, ως καραλάικ.
1 comment
Khan
Καραλώλ!