Φρέσκια εκδοχή του «σωστό;», «ωραίο;», «βρίσκεις;», «γαμώ;», «καλό;» κλπ. Μαγκολούγκρικο.

Και στο αρσενικό όλ' αυτά -όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας, άσχετα αν είμαστε είτε άντρας είτε γυναίκα.

Στο ίδιο στυλ αλλά με άλλη σημασία: νομίζω;, τυχαίο;

  1. Έλεγα να καλέσουμε και την Ελενίτσα στο πάρτυ. Άρτιο;

  2. Λέω να βάλω ένα κόκκινο βαφτιστικό από πάνω για να δείχνω πιο κυριλέ. Άρτιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Καλόοοο.
Στο πιο στρατογκαυλικό, θα μπορούσε να ήταν «προβλεπόμενος»;
Π.χ. - Έπλυνα το αυτοκίνητο. Προβλεπόμενος;

#2
jesus

το είχε πεθάνει ο σεφερλής ως μετεξέλιξη του «σ'στόςς;;;;», νομίζω, ας μιλήσουνε κ οι γνώστες

#3
Khan

Και η απάντηση:

- Όχι, περιττό.

#4
jesus

α χα, καλό έεεεεε;;;