Γαμήσιμος/-η.

Προέλευση < γαμάω+ -able (αγγλ.) < fuckable

Κάποιος/κάποια που είναι αρεστός τόσο ώστε να αξίζει να ερωτοτροπήσεις μαζί του.

(Επίσης υπάρχει και φασόσαμπλ < φασώνω)

- Γνώρισα χθες ένα γκομενάκι. Πήρα και τον αριθμό της.
- Καλή;
- Ντάααξει, μέτρια είναι, αλλα είναι γαμήσαμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που το λένε γαλλικά γαμησάμπλ, όπως ο άλλος ορισμός, και αυτοί που το λένε αγγλικά, όπως εσύ.